Καλά, δεν κατάλαβα, αυτά τα οκτώ ερωτήματα του Προέδρου προς τον Ερντογάν, που οι δικοί του τα είπαν και «καυτά», ο Νίκος Αναστασιάδης τώρα ένιωσε την ανάγκη να τα προβάλει; Πίστευε μέχρι τώρα ότι ήταν απαντημένα; Πίστευε ότι στην Ελβετία που πήγαινε χωρίς την προετοιμασία, την οποία αξιώνει σήμερα, θα άκουγε τον Τσαβούσογλου ή, έστω, τον Ακιντζί να του λένε έχεις δίκαιο; Ειδικά για το όγδοο «καυτό ερώτημα»: Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η επίτευξη λύσης βάσει των προτάσεων της Τουρκίας, θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός λειτουργικού και βιώσιμου κράτους; Έλα, ντε, κύριε Πρόεδρε! Ποιος μπορεί να απαντήσει τέτοιο αποστομωτικό ερώτημα. Προπάντων, που όταν το έθεταν άλλοι, ο ίδιος ο Πρόεδρος και όλη η κουστωδία, τους κατηγορούσε ότι σπέρνουν ζιζάνια διότι δεν θέλουν λύση. Και που όταν πέρσι στην ομιλία της Γενικής Συνέλευσης, δεν είπε λέξη για την Τουρκία και τον ρόλο της, παρά μόνο ενημέρωνε τη διεθνή κοινότητα για την αισιοδοξία και τη χαρά του που έχει τέτοιον καλό συνομιλητή όπως τον Ακιντζί, και απαριθμούσε τις συγκλίσεις για να εξηγήσει πόσο κοντά είναι σε συμφωνία με τον καλό του Ακιντζί. Ναι, στη Γενική Συνέλευση κι αυτά. Εκεί που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα ο λόγος του. Μήπως, πέρσι μας οδηγούσαν στη δημιουργία ενός λειτουργικού και βιώσιμου κράτους και φέτος θέλουν να μας κάνουν προτεκτοράτο;

Φέτος, λοιπόν, αίφνης έχει καυτά ερωτήματα ο Πρόεδρος. Προς τη διεθνή κοινότητα και προσωπικά προς τον δικτάτορα Ερντογάν. Αυτόν, που μέχρι προχτές μας έκαναν προπαγάνδα για την ευτυχία που θα έχουμε αν γίνουμε εταίροι του. Αλλά, έπρεπε να απευθύνει πρώτα τα ερωτήματα στον μη προεκλογικό εαυτό του και στους συνεργάτες του. Και στο κόμμα του και στο άλλο κόμμα, που τον στήριζε με φανατισμό όταν δεν είχε τέτοιες υπαρξιακές ανησυχίες. Και σε όλους όσους μάζεψε γύρω του, διαλεγμένους από τη δεξαμενή του λεγόμενου «ενδοτικού μετώπου». Ακόμα κι αυτούς, προπάντων αυτούς, προς τους οποίους αποστέλλει απόρρητα έγγραφα για να τους πείσει ότι δεν άλλαξε, ότι είναι ο ίδιος Αναστασιάδης που ήξεραν, ο Αναστασιάδης της δικής τους φιλοσοφίας, αυτής που δεν απορρίπτει όσα τώρα θέτει ως καυτά ερωτήματα. «Προβλέπει οποιοδήποτε σύνταγμα ενός Ομοσπονδιακού Κράτους ότι για οποιανδήποτε απόφαση σε Ομοσπονδιακό επίπεδο απαιτείται τουλάχιστον μια θετική ψήφος από τα μέλη του κράτους; Όταν ειδικά ένα από τα μέλη της Ομοσπονδίας ελέγχεται από μια τρίτη χώρα;», ρωτούσε ο Πρόεδρος. Αλλά είναι ο ίδιος που διαπραγματευόταν ακόμα και τη λήψη αποφάσεων με κλήρωση. Είναι ο ίδιος και οι συνεργάτες του που χειροκροτούν το πλαίσιο Γκουτέρες, το οποίο προβλέπει ότι εκτός από όσα αποδέχτηκε ήδη, πρέπει να αποδεχτεί κι άλλα στον καταμερισμό εξουσίας, περιλαμβανομένης και της εκ περιτροπής προεδρίας. Και είναι το ίδιο πλαίσιο Γκουτέρες, που ανοίγει τον δρόμο για να συνεχίσουν να έχουν λόγο και ρόλο οι εγγυήτριες.
Ομολογώ, με εντυπωσιάζει ο Πρόεδρος. Τέτοια ευελιξία δεν την περίμενα. Γιατί όταν ρωτούσαμε εμείς και άλλοι, αν «προβλέπει οποιοδήποτε σύνταγμα ενός Ομοσπονδιακού Κράτους» όσα μέχρι τώρα συμφωνήθηκαν, μας έκανε μαθήματα ομοσπονδίας η προεδρική κουστωδία και προσπαθούσε να μας εξηγήσει ότι θα μας κάνουν εδώ Ελβετία. Τώρα, υποβάλλει ο ίδιος τις ίδιες ακριβώς απορίες και ο ΔΗΣΥ δεν τρέχει να του εξηγήσει τι είναι  ομοσπονδία, απλώς χειροκροτεί τη «μεστή και εμπεριστατωμένη ομιλία του».

Χάσαμε επεισόδια; Θα γίνουν όλοι «απορριπτικοί» μέχρι τις εκλογές, φαίνεται. Πάντως, δείχνει κι αυτό κάτι πολύ σημαντικό. Ότι ακόμα και οι οπαδοί της όποιας λύσης είναι βέβαιοι ότι ο λαός απορρίπτει τις ιδέες τους και σπεύδουν υποκριτικά να τον πλησιάσουν υιοθετώντας ακόμα και τα ερωτήματα, που μέχρι προχτές ονόμαζαν κινδυνολογία. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι, αφού το αντιλαμβάνονται, γιατί κάνουν στροφή μόνο φραστικά και προεκλογικά ενώ στην πράξη επιμένουν στη φιλοσοφία, που υιοθέτησαν το 2004 και πολιτεύονται φανατικά με αυτήν;