Αλλιώς το τραγούδησαν καταπληκτικά οι αλησμόνητες Τρύπες της Θεσσαλονίκης, μα η παράφραση χαράζει εκ νέου τον χάρτη των ταξιδιών του Κυπριακού. Πώς συνεχίζει: «Έχεις ξεχάσει πού ακριβώς θέλεις να πας». Άψογο. Ιδανικό για να χαρακτηρίσει τις προφανώς αποπροσανατολισμένες ηγεσίες του κυπριακού Ελληνισμού. Που βολοδέρνουν σε πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής, ανήμπορες να προτάξουν τις ανάγκες της Κύπρου και του λαού της, ανίκανες να αμφισβητήσουν την «ήττα» του 1974.
Συνεπαρμένη από το μπουλούκι των νεοανανιστών, η παρούσα κυπριακή ηγεσία παρέσυρε το εθνικό ζήτημα και στο Βερολίνο. Υπό το φως της Πύλης του Βρανδεμβούργου και με το φάντασμα του ναζισμού να πλανιέται πάνω απ’ το κούφιο κεφάλι της, φωτογραφήθηκε ξανά –με περίσσιους ή περιττούς συμβολισμούς τούτη τη φορά– πλάι στον Γενικό Γραμματέα του ψευδεπίγραφου ΟΗΕ και σε έναν «ηγέτη» που αναγνωρίζει μονάχα ο Ερντογάν και πεντέξι Βρετανοί πρέσβεις – άξιος ο μισθός τους.
Κι όμως, στο Βερολίνο, όπως και σε τόσες άλλες πόλεις που γνώρισαν από κοντά τον τραγέλαφο του Κυπριακού, δεν ταξίδεψε κι η αλήθεια αυτού του τόπου. Όπως συμβαίνει συνήθως, κοστουμαρισμένοι μεσήλικες άνδρες συζήτησαν για κάποιο άλλο πρόβλημα που (προφανώς) δεν επιλύεται με χαζοχαρούμενες αλληλοφρονήσεις, ανάποδες χειραψίες και… επίπλαστους συμβολισμούς. Για κάποιο άλλο πρόβλημα που ταξίδεψε στη Βιέννη, στη Νέα Υόρκη, στη Γενεύη, στο Μπούργκενστοκ, στο Μον Πελεράν, στο Κραν Μοντανά, σε πολλές άλλες πόλεις και τώρα στο επανενωμένο Βερολίνο.
Εκεί, ακαταλαβίστικα, συμφώνησαν για ενθάρρυνση της διαδικασίας, ως να πρόκειται για προσπάθεια άλτη στους αγώνες μικρών κρατών Ευρώπης. Μέσω μιας αόριστης δήλωσης, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ επιβεβαίωσε την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται τόσα χρόνια αυτό το έγκλημα εις βάρος της Κύπρου. «It must be different» αποφάσισε να γράψει ο Γκουτέρες και ανατρίχιασαν οι απολογητές της κατοχής κι ας συντηρείται η εμμονή στην τουρκογενή διζωνική με πολιτική ισότητα. Έριξε και μια «άτυπη» πενταμερή κι όλα μέλι-γάλα.
Τέλος πάντων, με υπόκωφες και φαιδρές εξυπνάδες για ένα «δικό μας» Βερολίνο, τη Λευκωσία, τα βλέμματα καρφώθηκαν στην ιστορική αυτή πρωτεύουσα. Και τι είδαν; Τρεις άνδρες να συζητούν περί ανέμων και υδάτων και καθόλου επί της ουσίας του κυπριακού προβλήματος, αυτού του ανθρωπιστικού και εθνικού ζητήματος που βασανίζει για δεκαετίες τον κυπριακό λαό. Δεν είδαν να πέφτει στο τραπέζι η προσφυγιά, η επιβίωση, τα εγκλήματα, ο εποικισμός, η παράνομη ανάπτυξη, η ισλαμοποίηση των κατεχομένων, η τουρκική προσάρτηση, οι υφιστάμενοι και οι υπό εξαγγελία αγωγοί. Όπως συνέβαινε και στις προηγούμενες πόλεις, το Κυπριακό έμεινε στη Λευκωσία. Στα βαρέλια, πλάι στην Πράσινη Γραμμή. Απέναντι από 40.000 Τούρκους που κάποιος χριστιανός πρέπει να σιχτιρίσει, κάποια συλλογικότητα πρέπει να απορρίψει. Παραφράζοντας και γυροφέρνοντας το ροκ «σ’ αυτό το ταξίδι δεν θα σε περιμένω», στο ταξίδι της λευτεριάς, έχει κι ο Καβάφης για του λόγου τους: «Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις), και φεύγεις οδοιπόρος για το Βερολίνο και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη, που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια». Ήμαρτον…