Οι καλύτεροι κεφτέδες που φάγαμε ποτέ είναι αδιαμφισβήτητα αυτοί των παιδικών μας χρόνων, όταν γυρνούσαμε σπίτι από το σχολείο, πεινασμένοι και η αυλή μύριζε με αυτή την ξεχωριστή τηγανίλα. Προτού ακόμη πλύνουμε τα χέρια μας και κάτσουμε στο τραπέζι αρπάζαμε ένα-δυο στο χέρι, στα κλεφτά. Έκτοτε, έστω κι αν πέρασαν πολλές δεκαετίες, το αγαπημένο σε μικρούς και μεγάλους έδεσμα δεν κατάφερε να αγγίξει την τελειότητα της γεύσης των κεφτέδων της μητέρας ή της γιαγιάς που παραμένει αξεπέραστη.

Να ήταν το κρέας διαφορετικό εκείνα τα χρόνια, τα κρεμμύδια, ο μαϊντανός ή οι πατάτες αλλιώτικες, μήπως το λάδι στο οποίο τηγανίζονταν; Προφανώς τίποτε από όλα αυτά. Η δική μου γιαγιά πρόσθετε πάντα κανέλα. «Πόσην βάλεις γιαγιά;» τη ρωτούσα και αυτή απαντούσε «όσην σηκώσει κόρη μου». Η κουζίνα μοσχομύριζε, το σπίτι, το στομάχι και οι ψυχές μας αγαλλίαζαν, όπως και η ίδια που χαιρόταν να μας βλέπει να τους απολαμβάνουμε. Μια απλή καθημερινή πράξη ή χειρονομία αναγόταν σε μαγική ιεροτελεστία, εφόσον ζυμωνόταν με αγάπη και μεράκι. Εκεί έγκειται και η μοναδική γεύση των κεφτέδων της κάθε οικοκυράς, που δεν μοιάζουν ποτέ με καμιάς άλλης.

Τα παιδιά ζούσαμε αμέριμνα με το αίσθημα και τη σιγουριά της φροντίδας και της αγάπης, που διαχέονταν σε όλο το σπίτι και σε όλο μας το είναι. Δεν είχαμε να σκεφτούμε παρά τα μαθήματά μας, που αφού τα τελειώναμε θα πιάναμε το παιχνίδι σε αυλάδες και σε δρόμους, μέχρι το σούρουπο που θα βλέπαμε τα κινούμενα σχέδια, τα «Μίκυ Μάους». Εκείνη τη νύχτα θα τρώγαμε τα κεφτεδάκια κρύα στην τηλεόραση με τηγανιτές πατάτες, ακόμη καλύτερα και από το μεσημέρι, προτού βυθιστούμε στο κρεβάτι με τα λευκά κολλαριστά σεντόνια που μύριζαν φρεσκάδα. 

Όταν πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο ή οικογενειακώς, ακόμη και τις Κυριακές του καλοκαιριού, στην παραλία της Απλώστρας (Lady’ s Mile), με την οικογένεια του θείου Αρτέμη, μέσα στην παγωνιέρα μας είχαν την τιμητική τους τα κεφτεδάκια που έφτιαχνε πρωί-πρωί η γιαγιά και τηγάνιζε βγαίνοντας από την εκκλησία. Στο αυτοκίνητο φορτώναμε ομπρέλα, ξαπλωτές και πτυσσόμενες καρέκλες, το κρεβατάκι της θάλασσας, μπάλες, σικλούδες, καπέλα και αντηλιακά. Οι κεφτέδες της Κυριακής στην ακρογιαλιά είχαν μιαν άλλη ξεχωριστή γεύση, αφού έσμιγαν μ’ αυτήν της αντηλιακής κρέμας καρύδας με την οποία μας άλειφε κάθε τόσο η μάμμα. Η γιαγιά έκανε αμμόλουτρα στα πόδια, ενώ δροσιζόταν σηκώνοντας ως το γόνατο το φουστάνι της, βρέχοντας τα πόδια της στο θαλασσινό νερό, εκεί όπου πάγωνε το καρπούζι μας.

 

Κάθε τόσο άκουγες κάποιους να φωνάζουν «επήρεν μας το κρεβατάκι» και έβλεπες νεαρούς πατεράδες να βουτούν για να φτάσουν το φουσκωτό ή μια μπάλα που την έπαιρνε μακριά το ρεύμα. Ήταν η μοναδική παραλία της επαρχίας μας με αμμουδιά, ενώ στην πόλη είχε παντού τσακκίλια. Τα ελικόπτερα των Εγγλέζων, στην επικράτεια των στρατιωτικών αγγλικών βάσεων, όπου ανήκε εξάλλου η Απλώστρα, υπερίπταντο πάνω από τα κεφάλια μας. Οι στρατιωτικές τους άκατοι έκοβαν βόλτες, σώζοντας συχνά τα φουσκωτά και τις μπάλες μας τα οποία και μας επέστρεφαν ενώ τα θεωρούσαμε πια χαμένα.

Την περίοδο που οι Εγγλέζοι είχαν τις διακοπές τους ή έρχονταν οι συγγενείς τους από Αγγλία, έβγαινε μια ανακοίνωση που έλεγε πως «καρχαρίες θεάθηκαν στην ακτή του Lady’s Mile και καλούνται οι λουόμενοι να αποφεύγουν την κολύμβηση». Κανείς Κύπριος δεν είδε ποτέ τα πτερύγιά τους και κανένα χέρι ή πόδι Εγγλέζου κολυμβητή δεν βρέθηκε ποτέ στα σαγόνια του καρχαρία, ενώ αυτοί συνέχιζαν απερίσπαστοι τα μπάνια τους. Γίνονταν κόκκινοι σαν τη ντομάτα και επέστρεφαν στη Μεγάλη Βρετανία σαν ξιπετσισμένοι κυπριακοί κουρκουτάδες. Τις Κυριακές που οι αόρατοι καρχαρίες έκαναν την επέλασή τους στα νότια παράλια του νησιού, εμείς με τα κεφτεδάκια μας πιάναμε τα όρη. Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς φυλάγονταν τα μαγιώ και τα μπανιερά μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.

Οι κεφτέδες, το αγαπημένο φαγητό του κάθε παιδιού μα και ενήλικα όλο και λιγότερο μαγειρεύεται πια στα σπίτια αφού στις μέρες μας οι εργαζόμενες μητέρες δεν έχουν χρόνο να φτιάξουν «πελαλίτικα» φαγιά και οι ψησταριές είναι για όλους η εύκολη λύση. Μα όσους κεφτέδες κι αν δοκιμάσουμε από ψησταριά ή ταβέρνα, δεν έχουν ποτέ εκείνη τη γεύση, φτιαγμένη με τα φίλτρα αγάπης, ζυμωμένοι και τηγανισμένοι από μια μητέρα ή γιαγιά. Η θεϊκή γεύση έχει να κάνει με τον χρόνο και την αγάπη που αφιερώνουμε σ’ αυτό που κάνουμε ή προσφέρουμε στους ανθρώπους που αγαπούμε. Είναι το μαγικό προζύμι της ζωής που φουσκώνει και δίνει νόημα στα πάντα. 

dena.toumazi@gmail.com