Αρνήθηκε τα πάντα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ο Μητροπολίτης τέως Κιτίου Χρυσόστομος Μαχαιριώτης, ο οποίος κατηγορείται πως επιτέθηκε άσεμνα στο γραφείο του σε γυναίκα το 1981, όταν η ίδια ήταν 16 χρονών. Ο 84χρονος κατηγορούμενος, μέσω μακροσκελούς γραπτής δήλωσης που ανέγνωσε από το εδώλιο, απέρριψε κατηγορηματικά όσα του καταλογίζονται κάνοντας λόγο για αποκυήματα «νοσηρής φαντασίας και ψευδορκίας». Ουκ ολίγες φορές, μάλιστα, βγήκε εκτός κειμένου είτε για να περιγράψει εκτενέστερα τα λεγόμενά του, είτε για να τα βάλει με την Αστυνομία.

Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε την κατάθεσή του λέγοντας πως αυτή συμπίπτει με την εκλογή του στις 24 Οκτωβρίου του 1973, ως Μητροπολίτης Κιτίου. Θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 2019, οπόταν και παραιτήθηκε λόγω ηλικίας.  

Συνεχίζοντας, κατηγόρησε την παραπονούμενη για ψεύδη και διέψευσε την αδελφή της που υποστήριξε πως τον ηχογράφησε σε κασέτες. Όπως υποστήριξε, «ουδέποτε συναντήθηκα ή είχα οποιαδήποτε επαφή με αυτό το άτομο. Επίσης τονίζω ότι ουδέποτε ήρθα σε τηλεφωνική επικοινωνία ή επαφή με τη μητέρα ή την αδελφή της, αντίθετα με όσα ψευδώς ισχυρίστηκαν στο Δικαστήριο. Και ουδέποτε έγιναν τα πρόστυχα τηλεφωνήματα μεταξύ εμένα και της αδελφής της παραπονούμενης, η οποία ισχυρίστηκε ότι παρίστανε την ίδια μετά την κατ’ ισχυρισμό άσεμνη επίθεση. Πρόκειται για αποκύημα νοσηρής φαντασίας και ψευδορκίας». 

Υποστήριξε ακόμη πως λόγω του χρόνου που παρήλθε από την κατ’ ισχυρισμό άσεμνη επίθεση, πλήττεται το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, αφού σημαντικοί μάρτυρες που θα μπορούσαν να καταθέσουν υπέρ του, έχουν αποβιώσει. Διερωτήθηκε δε για ποιο λόγο η παραπονούμενη, προχώρησε 40 χρόνια μετά σε καταγγελία εναντίον του, αφού δεν υπήρχε κάτι που να την εμποδίζει τόσα χρόνια. 

Το μεγαλύτερο μέρος της κατάθεσης του τέως Κιτίου, αναλώθηκε στη διαρρύθμιση του γραφείου του το 1981. Η 57χρονη σήμερα παραπονούμενη, είχε καταθέσει πως της επιτέθηκε άσεμνα σ’ έναν βυσσινοκόκκινο καναπέ στο γραφείο του και πως η πόρτα του κλείδωνε αυτόματα, μέσω ενός κουμπιού. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αρνείται ενοχή ο τέως Κιτίου – «Αποκύημα νοσηρής φαντασίας»

Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε φωτογραφίες μετά το 1981, τις οποίες προσκόμισε σε άλμπουμ, που αποδεικνύουν, όπως υποστήριξε, πως εκείνη την εποχή ο καναπές στο γραφείο του ήταν μπεζ κλαδωτός, σημειώνοντας παράλληλα πως τα βυσσινοκόκκινα έπιπλα τοποθετήθηκαν, έπειτα από ανακαίνιση το 1990. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε σε φωτογραφία που τραβήχθηκε, όπως είπε, στις 30 Ιουλίου του 1989, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του από τις κατοχικές αρχές, που τον συνέλαβαν στα επεισόδια του Άγιου Κασσιανού. Στην εν λόγω φωτογραφία, φέρονται να κάθονται σε μπεζ κλαδωτό καναπέ στο γραφείο του, ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, αείμνηστος Βάσος Λυσσαρίδης, μαζί με τον τότε Μητροπολίτη Λεμεσού Χρύσανθο και τον τότε Αρχιμανδρίτη και νυν Μητροπολίτη Πάφου, Γεώργιο. «Ο βυσσινοκόκκινος καναπές υπήρχε το 2011, όταν με επισκέφθηκε η άλλη κοπέλα, η οποία με κατήγγειλε για δήθεν βιασμό, κατηγορία στην οποία αθωώθηκα. Υποψιάζομαι πως η παραπονούμενη πήρε την πληροφορία για τον βυσσινοκόκκινο καναπέ, από αυτή την κοπέλα», ανέφερε ο τέως Κιτίου. 

Ο κατηγορούμενος απέρριψε ακόμη πως την επίδικη περίοδο, είχε σύστημα απομακρυσμένου ελέγχου για να κλειδώνει τις πόρτες, ενώ ζήτησε να καταθέσει πρακτικά και για τον τρόπο παροχής βοηθήματος σε ορφανά παιδιά. Υπενθυμίζεται πως η παραπονούμενη, είχε υποστηρίξει πως πήγε στο γραφείο του για να λάβει βοήθημα 200 λιρών, επειδή απεβίωσε ο πατέρας της. 

Η 57χρονη, είχε υποστηρίξει ακόμη πως ο ιεράρχης της έδειξε φωτογραφίες αγκαλιά με κοπέλες σε τελεφερίκ στην Ελβετία. Θέση που απέρριψε ο ίδιος, λέγοντας πως ουδέποτε χρησιμοποίησε τελεφερίκ και πως ταξίδευσε μόνο μια φορά στην Ελβετία, για την προώθηση του ξενοδοχείου Sun Hall, που ανήκε κατά το ήμισυ στο Διανέλλειο Ορφανοτροφείο.  

Ακολούθως ο τέως Κιτίου κάλεσε το Δικαστήριο να επισκεφθεί το γραφείο του στη Μητρόπολη Κιτίου, όπου διαμένει, προκειμένου να διαπιστώσει όσα ανέφερε. Καταλήγοντας, ανέφερε πως «δηλώνω με τον πλέον έντονο και κατηγορηματικό τρόπο πως είμαι αθώος και πως άδικα κατηγορούμαι γι’ αυτήν την υπόθεση». 

«Νιώθω ντροπή για την Αστυνομία»

Όπως διαφάνηκε, από τη χθεσινή κατάθεση ο 84χρονος κατηγορούμενος, έχει πλήρη διαύγεια και μάλιστα πολλές φορές βγήκε εκτός κειμένου, για να δώσει προφορικές επεξηγήσεις. Σε τρεις από αυτές επιτέθηκε εξοργισμένος στην Αστυνομία, υποστηρίζοντας πως η έρευνα της ήταν πλημμελής και πως δεν έπραξε το καθήκον της. «Νιώθω ντροπή για την Αστυνομία, που δεν ρώτησε για πρακτικά στα οποία αναφέρθηκα και για πολλά άλλα στοιχεία που είχα αναφέρει». 

Μεγάλη εντύπωση προκάλεσαν και τα ειρωνικά του σχόλια προς την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, την οποία ευχαρίστησε δύο φορές και πάλι εκτός κειμένου, για ερωτήσεις που υπέβαλε στην παραπονούμενη και οι οποίες ανέδειξαν, όπως ισχυρίστηκε, «τις αντιφάσεις της». 

Μετά το πέρας της ανάγνωσης της γραπτής κατάθεσης του κατηγορούμενου, ο συνήγορος υπεράσπισής του, Μιχάλης Πικής, ζήτησε να καταθέσει ως τεκμήρια στο Δικαστήριο το άλμπουμ με τις επίμαχες φωτογραφίες, καθώς και πρακτικά στα οποία αναφέρθηκε ο πελάτης του. Τότε παρενέβη η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, Άννα Γιάλλουρου, αναφέροντας πως θέλει αντίγραφα αυτών των τεκμηρίων, για να αποφασίσει εάν θα φέρει ένσταση στην κατάθεση τους. Γι’ αυτό το λόγο η υπόθεση διακόπηκε και θα συνεχιστεί στις 2 Νοεμβρίου. 

Σημειώνεται πως παρούσα στην αίθουσα ήταν και η παραπονούμενη, η οποία παρακολουθούσε αμίλητη τη διαδικασία. 

ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

Επανήλθαν οι νοητικές λειτουργίες

Η ενέργεια του Μητροπολίτη τέως Κιτίου, Χρυσοστόμου, να καταθέσει ενόρκως έχει πάντως σχολιαστεί ποικιλοτρόπως. Κι αυτό επειδή στη δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου, όπου ήταν κατηγορούμενος για βιασμό και στην οποία αθωώθηκε, ο συνήγορος υπεράσπισής του, που ήταν και πάλι ο κ. Πικής, είχε θέσει θέμα «έκπτωσης των νοητικών λειτουργιών του», υποστηρίζοντας πως δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Θέση που απέρριψε τότε το Δικαστήριο και ο τέως Κιτίου επέλεξε να προβεί σε ανωμοτί δήλωση (χωρίς όρκο) κι έτσι δεν αντεξετάστηκε.

Στην παρούσα υπόθεση, ωστόσο, που δεν είναι κεκλεισμένων των θυρών όπως η προηγούμενη, παρακολουθούμε έναν κατηγορούμενο που συμμετέχει πολύ ενεργά στη διαδικασία, παρεμβαίνοντας συνεχώς και ζητώντας, μάλιστα, από τον συνήγορό του να υποβάλει συγκεκριμένες ερωτήσεις.