Λονδίνο.-
Η μισή της πρώτης μου μέρας στην αναδρομική έκθεση του Αμεντέο Μοντιλιάνι στην Tate Modern. Πρωτάκουσα το όνομα του Ιταλού ζωγράφου στα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα, όταν έσκασε σαν γλυκιά μουσικοποιητική βόμβα ο Σταυρός του Νότου του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση Καββαδία. Λέει ο στίχος από τη «Θεσσαλονίκη»:
«Θυμάμαι κείνον τον σκοπό που παίζανε οι Χιλιάνοι,
Άγιε Νικόλα φύλαγε, κι Αγιά Θαλασσινή, 
τυφλό κορίτσι σ´οδηγάει, παιδί του Μοντιλιάνι,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί».

Με συγκλονίζει η ιστορία της συντρόφου του, Ζαν Εμπιτέρν, 19χρονη σπουδάστρια των Καλών Τεχνών όταν τη γνώρισε, πανέμορφη και μελαγχολική, που μια μέρα μετά τον θάνατό του από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, σε ηλικία μόλις 36 ετών, πήρε τη δική της ζωή πέφτοντας από τον 5ο όροφο του διαμερίσματος όπου έμενε στο Παρίσι, 9 μηνών έγκυος στο δεύτερό τους παιδί, το οποίο σκοτώθηκε και αυτό. Εδώ, μού ‘ρχεται στο στόμα ο στίχος του Καββαδία. 

Οι περισσότεροι επισκέπτες της έκθεσης στέκονται μπροστά στο έργο Reclining Nude(φωτό) που την αποτυπώνει ξαπλωμένη στο πλάι, με μια ελαφρά βερικοκί ανταύγεια επάνω στο χλομό, μακρουλό της πρόσωπο, σαν αιγυπτιακό άγαλμα. Πιο πολύ, όμως, με συγκλονίζουν τα πορτρέτα του, και ιδίως εκείνο του Μεξικανού ζωγράφου, συντρόφου της Φρίντα Κάλο, επιστήθιου φίλου του Μοντιλιάνι στα χρόνια όπου μεσουρανούσε στα στενάκια της Μοντμάρτης στο Παρίσι ο περίφημος «κύκλος των καλλιτεχνών» της εποχής. Είναι ένα πορτρέτο διαφορετικό από σχεδόν όλα τα άλλα του, με περισσότερες λεπτομέρειες και σαφείς ομοιότητες με αντίστοιχα έργα του Σεζάν. Ολοκλήρωσα τη σχεδόν τρίωρη περιδιάβασή μου εκεί, με την εκπληκτική εμπειρία της VR (εικονικής πραγματικότητας), ευρισκόμενος στο ατελιέ του Μοντιλιάνι, σχεδόν ακουμπώντας την παλέτα, με φρέσκα ακόμα τα χρώματα που χρησιμοποίησε για το τελευταίο πορτρέτο της ζωής του, του εαυτού του. Έξω, έβρεχε στο Παρίσι. Και κάποιες σταγόνες της βροχής κατέληγαν μέσα στο ατελιέ, σε έναν τσίγκινο κουβά, τακ-τακ-τακ. Αυτός θα πρέπει να ήταν και ο ήχος που συνόδευε τον αποχωρισμό του από τον κόσμο. 

Το ίδιο ψιλόβροχο και στη νότια όχθη του Τάμεση, στο Embankment.

Στο βιβλιοπωλείο της Tate αγόρασα το βιβλίο της Σου Ρόου «In Montmartre, Picasso, Matisse and Modernism in Paris 1900-1910» και άρχισα να το διαβάζω σ’ ένα καφέ στο Covent Garden, κοντά στο παράθυρο, ζωγραφισμένο από σταγόνες της αγαπημένης μου λονδρέζικης βροχής. Στο διάστημα εκείνων των 10 χρόνων, ο σημαντικός κύκλος της τέχνης στο Παρίσι ήταν συγκεντρωμένος ανάμεσα στους ανεμόμυλος που στέκονταν στη κορυφή και στους πρόποδες του λόφου της Μονμάρτης: Ματίς, Πικάσο, Μπρακ, Γκρι, Μπρανκούζι, Γερτρούδη Στάιν και Μοντιλιάνι. Όλοι αυτοί, όπως διαβάζω στο βιβλίο της Ρόου, συνθέτουν τον αλλόκοτο κόσμο καλλιτεχνών που αδιάκοπα, θαρρείς, αλλά και πολύ εποικοδομητικά, φιλονικούσαν μεταξύ τους, τις ερωτικές σχέσεις και αυτοκτονίες τους, και τη φήμη που κάπως κτίστηκε από τα μεγαλειώδη έργα που δημιουργούσαν.

Στους δρόμους της πόλης που τόσο αγαπώ, και στην οποία επιστρέφω μετά από απαράδεκτη απουσία σχεδόν δέκα ετών (τι έκανα όλα αυτά τα χρόνια, πού σπαταλήθηκα, πώς ξοδεύτηκα, δεν ξέρω…), παρατηρώ πρόσωπα, κινήσεις, εκφράσεις, που λες και δεν άλλαξαν ποτέ. Ίδια είναι, παρά τις σχεδόν επαναστατικές αλλαγές που έχουν επιτελεστεί, και η εξωτερική εμφάνισή τους, ενδυματολογικά, αρχιτεκτονικά, αισθητικά. Παραδόξως, η πιο χτυπητή διαφορά που εντοπίζω είναι η τεράστια αριθμητική αύξηση της πολυπολιτισμικής σύνθεσης των ανθρώπων που συναντώ. Παραδόξως, διότι πάντα είχε αυτό το στοιχείο το Λονδίνο, αλλά τώρα με το Brexit το περίμενα πιο λειψό. Αλλά σε τέτοιους πολιτικούς λαβυρίνθους δεν μπήκα ακόμα. Έχω κι άλλες πολιτιστικές βόλτες να κάνω, προτού καταλήξω στα παλιά μου λημέρια στο Ουέστμινστερ, όπου στο παρκάκι απέναντι από τη Βουλή των Κοινοτήτων συναντούσαμε τους εκπροσώπους του έθνους και τους παίρναμε «μια δήλωση». Αν τις φύλαγα όλες αυτές, θα ‘χα την ιστορία των χρόνων που πέρασα εδώ.
Ες αύριον…