Προς την Τουρκία απευθύνεται η Λευκωσία, καλώντας την να επιτρέψει στους Κύπριους να επανενώσουν την πατρίδα τους. Παράλληλα, απαντώντας στα όσα η τουρκική πλευρά υποστηρίζει σε σχέση με τη μορφή λύσης του Κυπριακού, η Λευκωσία ξεκαθαρίζει ότι η Κύπρος δεν διαιρείται για κανένα λόγο. 

Οι τοποθετήσεις από κυπριακής πλευράς για το Κυπριακό έρχονται σε μια περίοδο κατά την οποία η Τουρκία και ο κατοχικός ηγέτης σπρώχνουν συνεχώς για την αποδοχή του αφηγήματός τους ότι δήθεν οι προσπάθειες για επίτευξη λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας έχουν αποτύχει και θα πρέπει να αναζητηθεί μιας άλλης μορφής λύση του προβλήματος. Παράλληλα, η τουρκική πλευρά αξιώνει την εκ προοιμίου αποδοχή της κυριαρχικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων πριν αποδεχθεί την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με στόχο τη λύση του Κυπριακού. 

Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη, πρέσβης Ανδρέας Χατζηχρυσάνθου, με επιστολή του προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών απαντά έναν προς έναν τους τουρκικούς ισχυρισμούς. Η επιστολή, η οποία έχει κυκλοφορήσει ως επίσημο έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών, αποτελεί απάντηση σε επιστολή του Τούρκου μόνιμου αντιπρόσωπου που είχε σταλεί τον περασμένο Μάη. Μια επιστολή η οποία, σύμφωνα με τον Α. Χατζηχρυσάνθου, «ανακυκλώνει για άλλη μια φορά τον ίδιο ιστορικό ρεβιζιονισμό και την παραποίηση γεγονότων». 

Στην επιστολή του ο Α. Χατζηχρυσάνθου επισημαίνει πως η Κύπρος δεν διαιρείται για κανένα λόγο, «συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατασκεύασε ένας ισχυρός γείτονας που επιθυμεί η Κύπρος να μην υπήρχε ως κράτος από μόνο του και μόνο ως κράτος-μαριονέτα της και ως σκαλοπάτι για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου». Τονίζει πως «είναι καιρός η Τουρκία να παραμερίσει και να επιτρέψει στους Κύπριους να επανενώσουν τη χώρα τους ως μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, αντί να προσπαθήσει να μετατρέψει την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε στρατηγικό εργαλείο για τον έλεγχο της λήψης αποφάσεων σε μια επανενωμένη Κύπρο υπό το πρόσχημα των κατηγοριών για έλλειψη ετοιμότητας για μοίρασμα εξουσίας και πλούτου».

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Απαντά σε τουρκική επιστολή στα ΗΕ ο Χατζηχρυσάνθου

 

Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της ΚΔ στον ΟΗΕ αναφέρει και τα εξής: 

⦁    Η Κύπρος αναδείχθηκε το 1960 ως ενιαίο κράτος με έναν λαό, τον κυπριακό λαό, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής. «Η επακόλουθη απεικόνιση μιας από τις εθνοτικές κοινότητες της Κύπρου ως λαού, προκειμένου να προσποιηθεί ένα ξεχωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης, δεν είναι μόνο νομικά άκυρη εκ των υστέρων, αλλά δεν έχει καμία βάση στην ιστορική πραγματικότητα», τονίζει. «Προφανώς, μια τέτοια κατασκευή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πολιτικό εργαλείο, που χρησιμοποιείται από το συγγενικό κράτος της εν λόγω εθνικής κοινότητας, για να εφεύρει μια δικαιολογία για απόσχιση, γιατί αυτό υπαγορεύεται από τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα», επισημαίνει.

⦁    Εξίσου ψευδής είναι η παρουσίαση της μονομερούς αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από τους κρατικούς θεσμούς το 1963 ως οτιδήποτε άλλο εκτός από μια στρατηγική κίνηση που προκλήθηκε από την Τουρκία για να επιδιώξει τη διχοτόμηση της Κύπρου. Επικαλείται προς τούτο την έκθεση του ΓΓ των ΗΕ για την Επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για την περίοδο από 26 Απριλίου έως 8 Ιουνίου 1964, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1964, στην οποία δήλωσε ότι «η έλλειψη μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων εκτός των περιοχών τους, πιστεύεται ότι υπαγορεύεται επίσης από έναν πολιτικό σκοπό, δηλαδή, να ενισχύσει τον ισχυρισμό ότι οι δύο κύριες κοινότητες της Κύπρου δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά στο νησί, χωρίς κάποιου είδους γεωγραφικό διαχωρισμό».

⦁    Η διεθνής κοινότητα είναι ξεκάθαρη ότι υπάρχει ένα ενιαίο κράτος της Κύπρου με μια μοναδική νόμιμη Κυβέρνηση που εκπροσωπεί ολόκληρη τη χώρα και που ασκεί κυριαρχία και νομική εξουσία σε ολόκληρο το νησί, συμπεριλαμβανομένου του εδάφους, του εναέριου χώρου και του θαλάσσιου χώρου του. Η διεθνής κοινότητα ήταν εξίσου σαφής ότι η τουρκική επιθετικότητα κατά της Κύπρου και η συνεχιζόμενη κατοχή του 36% του εδάφους της ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης δεν έχει καμία επίδραση στη διεθνή νομιμότητα.

Σημειώνει, επίσης, πως «ουσιαστικά, η Τουρκία προσπαθεί να αναθεωρήσει τους κανόνες σχετικά με τη χρήση βίας, προσπαθώντας να επιβάλει στη διεθνή κοινότητα την εσφαλμένη αντίληψη ότι ένας καρπός επιθετικότητας είναι έγκυρο νομικό αποτέλεσμα».

Φανερώνονται οι προθέσεις 

Όσον αφορά στο θέμα των υδρογονανθράκων, ο Α. Χατζηχρυσάνθου υπογραμμίζει ότι «οι θέσεις της Τουρκίας φανερώνουν ξεκάθαρα την πολιτική της για παραβίαση της κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου.

Αναφορικά με το Δίκαιο της Θάλασσας, τονίζεται στην επιστολή πως «η Τουρκία αρνείται να αποδεχτεί τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και το εθιμικό διεθνές δίκαιο και διεκδικεί περιοχές όπου δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενο μέρος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».

Οι θαλάσσιες ζώνες της Τουρκίας και τα δικαιώματα που έχει σε αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν, ούτε να διεκδικηθούν, εάν τα όριά τους καθορίζονται αυθαίρετα σε βάρος των θαλάσσιων περιοχών και των δικαιωμάτων άλλων κρατών, σε πλήρη περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου, τονίζει περαιτέρω.

«Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν έχουν βάση σε καθιερωμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου και δεν έχουν νομική ισχύ. Έχουν επινοηθεί αυθαίρετα για (α) να ταιριάζουν με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και (β) να εμποδίζουν την Κύπρο να ασκεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα», αναφέρει, τέλος, ο κ. Χατζηχρυσάνθου.