Οφείλουμε να γνωρίζουμε. Στις 22 Αυγούστου 1954, πραγματοποιείται μια από τις μεγαλύτερες παλλαϊκές συγκεντρώσεις επί αγγλοκρατίας γύρω από την εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης, στη Λευκωσία.

Κατ’ αυτήν εκφωνείται από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ενώπιον δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Κύπρου, μια πραγματικά τολμηρή ομιλία, που χαρακτηρίστηκε ως ο «Όρκος της Φανερωμένης». Είπε και τα εξής σημαντικά και δεσμευτικά:

«Κύπριοι αδελφοί. Στώμεν καλώς. Ουδείς ας ορρωδήση. Ουδείς ας προδώση τας αρχάς και τας πεποιθήσεις του. Είμεθα Έλληνες και μετά των Ελλήνων επιθυμούμεν να ζήσωμεν. Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους ας δώσωμεν σήμερον τον άγιον όρκον: Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων. Άνευ παραχωρήσεων. Άνευ συναλλαγών. Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας υπεράνω των μικρών και εφημέρων κωλυμάτων, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες τέρμα, την Ένωσιν και μόνον την Ένωσιν».

Την 1η Απριλίου 1955, ο στρατηγός Διγενής, με τις ευλογίες του Μακαρίου, σάλπισε τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ με έναν ξεκάθαρο στόχο: Αυτοδιάθεση-Ένωση. Οι ωραίοι νέοι της Κύπρου έγιναν πυρίκαυστα ολοκαυτώματα για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Στις 16 Αυγούστου 1959 επιβλήθηκε δοτή, κολοβή, δυσλειτουργική ανεξαρτησία.

Μετά το τουρκοκυπριακό πραξικόπημα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Δεκέμβριο του 1963, η κυβέρνηση Γεώργιου Παπανδρέου, εμφανώς με τη συναίνεση των Αγγλοαμερικανών, το 1964 έστειλε στην Κύπρο στρατιωτική δύναμη ισχύος μεραρχίας. Διά του σχεδίου Άτσεσον προτεινόταν η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ο Μακάριος δέχτηκε να γίνει η Ένωση. Κι ενώ ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, Υπουργός Εθνικής Άμυνας, ήρθε στην Κύπρο στις 20 Αυγούστου 1964 για την «πραξικοπηματική ανακήρυξη της Ενώσεως» της Κύπρου με την Ελλάδα, αίφνης ο Μακάριος ανέκρουσε πρύμναν επικαλούμενος διάφορες δικαιολογίες.

Στις 28 Αυγούστου 1964, ακριβώς 58 χρόνια σαν σήμερα, ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Ρ. Σολομίδης, κατ’ εντολήν του Μακαρίου, αποστέλλει «απόρρητον σημείωμα» προς όλα τα υπουργεία και προς τον αρχηγό Διγενή. Όπως καταγράφεται στο «Αρχείο» του Τάσσου Παπαδόπουλου (τόμος Α’, σελ. 174-175), «η μελέτη καταπιάνεται με την οικονομικήν βιωσιμότητα της Ένωσης».

Η μελέτη επισημαίνει εξ αρχής πως «η Ένωσις Ελλάδος-Κύπρου, θεωρουμένη ως τετελεσμένον γεγονός, παρουσιάζει προβλήματα άτινα μελετώμενα δύνανται να επιλυθούν προς το καλώς νοούμενον συμφέρον της ελληνο-κυπριακής οικονομίας».

Η μελέτη Σολομίδη αναφέρεται στο κυπριακό εξαγωγικό εμπόριο «το οποίον εξαρτάται εκ της κοινοπολιτειακής προτιμήσεως» και αγωνιά για τις κρατικές επιδοτήσεις, αν γίνει η Ένωση και πότε θα γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές. Επίσης αναφέρεται στην κυπριακή λίρα και προειδοποιεί πως, «η μετατροπή του νομίσματος εις δραχμάς ή μάλλον η αναμονή τοιαύτης μετατροπής δύναται να προκαλέσει φυγήν πολύτιμου κυπριακού κεφαλαίου».

Η μελέτη πονηρά αναφέρεται στην ξένη βοήθεια και επισείει τον μπαμπούλα ότι αναπτυξιακά έργα μπορεί να μείνουν ημιτελή με την Ένωση, «με οδυνηράς κοινωνικάς επιπτώσεις», όπως επιπτώσεις μπορεί να προκληθούν στον αγροτικό τομέα αν δεν παραχωρηθούν δάνεια στην ύπαιθρο, «πάλιν εκ πιθανής καθυστερήσεως ή εγκατάλειψης εκ μέρους της Ελλάδος».

Η μελέτη Σολομίδη προσθέτει:

«Ο αριθμός των εν Κύπρω ανέργων και η ελευθέρα μετά της Ελλάδος διακίνησις προσώπων θα προκαλέσει προβλήματα άτινα δέον να προβλεφθούν και μελετηθούν δεόντως. Η διοικητική και δικαστική λειτουργία θ’ απαιτήση βαθμιαίαν αναπροσαρμογήν ως και η φοροθετική και δημοσιονομική εν γένει πολιτική. Η μελέτη δεν αφορά την ενοποίησιν της κυπριακής οικονομίας μετά της ελληνικής αλλά την ενοποίησιν της κυπριακής οικονομίας διά της Ελλάδος μετά της Κοινής Αγοράς. Η Ελλάς εκ πείρας γνωρίζει το πολύπλοκον του θέματος, το οποίον παρουσιάζεται έτι πολύπλοκον εις την περίπτωσιν της Κύπρου ήτις έχει ν’ αντιμετωπίση, ούτως ειπείν, διπλήν ενοποίησιν».

Η μελέτη Σολομίδη καταλήγει με τα εξής πονηρά και εξωφρενικά: «Τα ανωτέρω αποτελούν γενικάς γραμμάς επί μερικών μόνον θεμάτων, πιστεύω ότι η πολιτική ένωσις μετά της Ελλάδος άνευ προηγούμενης μελέτης του τύπου, του βαθμού και του χρόνου οικονομικής ενοποιήσεως θ’ αποτελέσει βασικόν σφάλμα και οδυνηράν επίδειξιν ελλείψεως διορατικότητος».

Μετά τις διαβεβαιώσεις Μακαρίου λησμονήθηκε ενσυνείδητα ο «Όρκος της Φανερωμένης». Έπεα πτερόεντα έγιναν οι ιαχές για «τον άγιον όρκον»:

«Είμεθα Έλληνες και μετά των Ελλήνων επιθυμούμεν να ζήσωμεν. Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους ας δώσωμεν σήμερον τον άγιον όρκον: Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας υπεράνω των μικρών και εφημέρων κωλυμάτων, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες τέρμα, την Ένωσιν και μόνον την Ένωσιν».

Πώς, αίφνης, ανεφύησαν ζητήματα, τα οποία καθιστούσαν την Ένωση, προβληματική, ανέφικτη, επικίνδυνη για την κυπριακή λίρα, για τα κυπριακά κεφάλαια, για την αγροτιά, όπως και για τη δικαστική και διοικητική και άλλη λειτουργία;

Ο Μακάριος κάλεσε τις δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων της Κύπρου να υψώσουν το ηθικόν παράστημά τους «υπεράνω μικρών και εφήμερων κωλυμάτων» επειδή ένα είναι το τέρμα του αγώνα τους: Η Ένωση με Μητέρα Ελλάδα. Αλλά πρώτος απέφυγε να υψώσει το ηθικόν παράστημά του, πρώτος παραβίασε τον όρκο της Φανερωμένης και πρώτος εφηύρε γελοίες δικαιολογίες.

Ο «όρκος υπό τους ιερούς θόλους της Φανερωμένης» διαγράφηκε με τη γνωστή συνέντευξη Μακαρίου (22/9/1958) στη Βρετανίδα πολιτικό και δημοσιογράφο, Μπάρμπαρα Κασλ, επειδή, είπε, φοβόταν ότι το Σχέδιο Μακμίλλαν θα οδηγούσε στη διχοτόμηση. Χωρίς να διαβουλευθεί προηγουμένως με την Ελλάδα και τον Διγενή.

Της απόρριψης της Ενώσεως, με την ανοχή, υποκίνηση και ενθάρρυνση του Μακαρίου και με πρωταγωνιστή το ανθελληνικό ΑΚΕΛ και τις συντεχνιακές και δημοσιογραφικές παραφυάδες του, είχαν προηγηθεί πρωτοφανείς λασπολογίες, ύβρεις, αισχρότητες, επιθέσεις, ελεεινολογίες, αηδείς χαρακτηρισμοί κατά των «καλαμαράδων», που τους κατηγορούσαν ως… κατοχική δύναμη, που δήθεν θα τους άρπαζαν τις δουλειές ή θα… βίαζαν τις κόρες τους.

Στην πολιτική και στην διπλωματία μία φορά παρουσιάζονται ευκαιρίες για αντιμετώπιση προβλημάτων, επίλυση και ευτυχή κατάληξή τους. Για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του, ο Μακάριος πρώτα ζήτησε να γίνει αντιβασιλεύς της Ελλάδος και στη συνέχεια υιοθέτησε την ανεξαρτησία για να γίνει Πρόεδρος της νεοσύστατης, δυσλειτουργικής Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αδέκαστη, απροσωπόληπτη Ιστορία θα τον κρίνει ανάλογα.