Τούτη τη φορά δεν είναι πλάκα. Δεν είναι καλαμπούρι. Είναι αυλαία και δεν θα ξανανοίξει πια. Γνωριστήκαμε στα χρόνια που όποιος έκανε παρέα μαζί του ήταν κι αυτός αποδιοπομπαίος. «Αναρχικός», «αλήτης», «ταραξίας», «υβριστής» κλπ. Ήρθε κάποια Χριστούγεννα στο πατρικό μου, να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου. Η μάνα μου η καημένη φρίκαρε. Οι φίλοι μου, που δεν τον είχαν γνωρίσει από κοντά, πάθανε πλάκα με το πόσο συνεσταλμένος και ντροπαλός ήταν. 

Η σχέση μας ράγισε κάπου στη δεκαετία του ‘90 όταν του έγραψα ένα πολύ επικριτικό σχόλιο στην «Ελευθεροτυπία» επειδή, σε κάποια παράστασή του, έκανε πλάκα με την αναπηρία της Μαρίας Φαραντούρη. Η γυναίκα έχει πρόβλημα στο πόδι, και ο Τζιμάκος μιμήθηκε, άσχημα κατ’ εμέ, το περπάτημά της. 

Απομακρυνθήκαμε ακόμα πιο πολύ όταν πήρα τη θέση του Γιώργου Νταλάρα στη γνωστή διένεξή τους, όπου ο Πανούσης παρουσίαζε τον τραγουδιστή ως έναν στυγνό παραδόπιστο, που εκμεταλλεύτηκε ως και την Κύπρο για να κερδίσει συμπάθειες και χρήμα.

Ο χρόνος, όπως πάντα, θεράπευσε τις πληγές. Βρεθήκαμε άλλες τρεις φορές. Τυχαία. Την πρώτη, είπαμε «γεια». Τη δεύτερη, αγκαλιαστήκαμε. Και την τρίτη, στην παρουσίαση ενός βιβλίου, είπαμε «μου έλειψες», ταυτόχρονα. 

Τον μελέτησα όσο λίγοι. Το ταλέντο του Τζίμη Πανούση ήταν πηγαίο και πολύπλευρο. Καταρχάς, είχε για μένα από τις καλύτερες φωνές που πέρασαν ποτέ από το ελληνικό τραγούδι. Σε πριβέ βραδιές τον άκουσα να ερμηνεύει μερικά τραγούδια του Χατζιδάκι, και έκλαιγα. 

Η γλώσσα του έβγαζε φλόγες. Πολλοί τον έλεγαν χυδαίο. Μα πιο χυδαίοι, με τις πράξεις τους, ήσαν όσοι ήταν στο στόχαστρο της σάτιράς του. Τα βρώμικά του λόγια, είχαν μια τρυφερότητα που είναι δύσκολο να περιγράψω. Ακούστε το «Μάγισσα Μανούλα», https://youtu.be/O5vb2oGPa84, δώστε βάση στον στίχο που λέει «Μάνα, Μητέρα, Μανούλα, Μαμά. Στου κόλπου σου τη ζέστη χωμένος βαθιά. Εσύ κοιλοπονάς μα εγώ δεν βγαίνω. Να ξαναγεννηθώ, δεν την παθαίνω», ειν’ ένα από τα πιο τρυφερά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.

Θα διαβάσετε πολλά για τον Πανούση. Ήδη έχω διαβάσει τα σαχλά τυποποιημένα, του στυλ «Στη Γειτονιά των Αγγέλων ο Τζιμάκος». Αν τα διάβαζε και ‘κείνος, θα φλιπάριζε. Θα ξερνούσε. 

Επαναστάτης, δεν ήταν. Όσοι τον έλεγαν έτσι, τους απέτρεπε με τη φράση «ελάτε τώρα, σοβαρευτείτε». Δεν ήταν, επίσης, αυτό που λέμε «αντιεξουσιαστής». Θεωρούσε ότι το σάπιο της κοινωνίας φύτρωνε πρώτα μέσα στα ίδια μας τα σπίτια. Εκεί έπεφτε η πρώτη σπορά. Από τον μπαμπά, τη μαμά και τους υπόλοιπους συγγενείς. 

Η δεύτερη, ήταν στο σχολείο. Του την έδιναν οι μαλακίες που διδαχθήκαμε εμείς και που εξακολουθούν και σήμερα να διδάσκονται τα παιδιά μας. Δεν άφηνε σε χλωρό κλαρί κανέναν από όσους τροφοδοτούσαν και ακόμα συντηρούν ένα τέτοιο, άρρωστο εκπαιδευτικό σύστημα. Γι’ αυτό και όταν πρωτοβγήκε στη φόρα με τις «Μουσικές Ταξιαρχίες» του, το εκπαιδευτικό κατεστημένο τον έχρησε αμέσως persona non grata. Στη δεκαετία του ‘80, είναι δύσκολο να μη βρεις μαθητή που να μην αποβλήθηκε από το σχολείο επειδή άκουγε και εκθείαζε τις Ταξιαρχίες του Τζίμη. Αυτές οι αποβολές, ήταν τα παράσημά του, έλεγε.

Ήταν αθυρόστομος, ναι. Αλλά για μένα πιο αθυρόστομοι είναι κάποιοι που μιλούν με το «σεις» και με το «σας» και κάθε τους λέξη είναι μια προσβολή στη νοημοσύνη του ανθρώπου. Οι σάτιρα και τα τραγούδια του, αυτούς είχαν ως στόχο. Επί σκηνής, ήταν ένας ανεμοστρόβιλος. Μακριά από τα φώτα, ένα ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδί, που συνεχώς σε παρακαλούσε «πες κανά νέο». Ήθελε να μαθαίνει τις απλές ιστορίες των φίλων και γνωστών του. Του άρεσαν ιδιαίτερα τα συμβάντα ή τα περιστατικά, όπως τα έλεγε. 

Εκείνο που μένει σε μένα από αυτόν τον καλλιτέχνη, είναι ότι δεν φοβήθηκε να βγάλει στη φόρα εκείνα που οι περισσότεροι από εμάς ζούμε και συζητούμε στα κρυφά. Οι λέξεις του δεν ήταν σμιλεμένες με τη γλώσσα του καθωσπρεπισμού. Σε μια από τις τελευταίες παραστάσεις του, μας καλοδέχτηκε όλους: «Κυρίες, κύριοι, λεσβίες και πούστηδες». Δεν ήλθε για να αλλάξει την πραγματικότητα. Θεωρούσε σημαντικό να την αναδείξει. «Και μετά βλέπουμε», έλεγε…

Ο Τζίμης (Δημήτριος) Πανούσης πέθανε το Σάββατο 13 Ιανουαρίου από ανακοπή καρδιάς. Στις 12 Φεβρουαρίου θα έκλεινε τα 64 χρόνια ζωής. Αφήνει πίσω του δυο παιδιά, τον Άρη και τη Φωτεινή.