Η Κάτια Δανδουλάκη θεωρεί ότι ο φόβος είναι το πιο αντιδημιουργικό συναίσθημα.

Το «Καινούριο Παιδί» γεννήθηκε από τον ενθουσιασμό τριών ανθρώπων: του συγγραφικού διδύμου των Μιχάλη Ρέππα- Θανάση Παπαθανασίου και της Κάτιας Δανδουλάκη. Είναι ένα έργο εμπνευσμένο από τη ζωή της, τουλάχιστον σε ψυχολογικό επίπεδο. Πρόλαβε να το ανεβάσει μέχρι τώρα δύο φορές, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά σταματούσε πρόωρα εξαιτίας των περιορισμών κατά της πανδημίας. Μια τρίτη ευκαιρία τού δίνεται στην Κύπρο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια. Μ’ αυτή την αφορμή, η σπουδαία και κατασταλαγμένη πρωταγωνίστρια μιλά για τις αγωνίες, τα λάθη, τις καλλιτεχνικές επιθυμίες κι όσα την κάνουν να απολαμβάνει τη ζωή και την τέχνη της. Παράλληλα, εξηγεί γιατί δεν μπήκε ποτέ στο «πετσί» ενός ρόλου.

– Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; Προέκυψε λίγο πριν το πρώτο λοκντάουν. Ήμασταν ήδη υπό την απειλή του ιού και σκεφτόμουν τι να κάνω για τη νέα σεζόν, που δεν ξέραμε αν θα ξεκινήσουμε. Τηλεφώνησα στον Μιχάλη Ρέππα και τον Θανάση Παπαθανασίου και μοιράστηκα μια ιδέα για κάτι που είχα για χρόνια στην καρδιά και τη σκέψη μου. Λαχταρούσα να μιλήσω για την περιπέτεια της ζωής μιας γυναίκας από αστική οικογένεια. Συνήθως, βλέπουμε ως χαρακτήρες γυναίκες από λαϊκές τάξεις ή γυναίκες της υψηλής κοινωνίας. Υπάρχει ένα κενό εκεί στην μεσοαστική-αστική βαθμίδα. Μεγάλωσα κι εγώ σε τέτοιο περιβάλλον. Εισέπραξα αμέσως θετική ανταπόκριση από τον Μιχάλη και τον Θανάση. Για την ακρίβεια, μού είπαν ότι είχαν κάτι ανάλογο στο μυαλό, αλλά δεν ήξεραν πώς να το αρχίσουν. Το «Καινούριο Παιδί» γεννήθηκε από τον ενθουσιασμό και των τριών μας. Ήταν τέτοια η παραγωγικότητά τους, που μέσα σ’ έναν μόλις μήνα μού το έδωσαν να το διαβάσω. Συγκινήθηκα, γιατί διαπίστωσα ότι πρόκειται για μια βαθιά ματιά στη γυναικεία ψυχή, στη δική μου ψυχή. Τους βγήκε αβίαστα, με χιούμορ και ευαισθησία, επειδή με γνωρίζουν και καλά.

– Περιλαμβάνει βιογραφικά στοιχεία από τη ζωή σας; Ναι, αλλά όχι κυριολεκτικά. Σε ψυχολογικό επίπεδο. Είναι μια αφήγηση που διαπερνά πέντε συγκλονιστικές δεκαετίες, από το 1970 μέχρι σήμερα. Αυτό το διάστημα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Ξεκινά από την περίοδο της δικτατορίας, ακολουθεί η μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, η εποχή της ευμάρειας, το γκρέμισμα των ιδεών, η λιτότητα. Περάσαμε πολλά που μάς επηρέασαν όλους καθοριστικά. Η σύνδεση με τη δική μου ζωή γίνεται στον τρόπο διαχείρισης των γεγονότων, με φόντο αυτόν τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο. Eίναι για μένα μια αποσκευή που θα κρατάω για πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην αγγίξει άντρα, γυναίκα ή παιδί. Αφορά την ίδια τη ζωή. Τη διαδρομή μιας ψυχής με τα σκαμπανεβάσματα, τις υπέροχες στιγμές, τις φοβερές δυσκολίες. Μια ζωή που μοιάζει με ρόλερ κόστερ. Μετά την πίκρα, έρχεται και η σοφία. Η ζωή αξίζει για όλα αυτά, τα καλά και τα κακά. Είναι ένα βαθιά αισιόδοξο έργο. 

– Υπάρχει χώρος για αισιοδοξία στις μέρες μας; Το μέλλον είναι τα παιδιά, οι νέοι που θ’ αλλάξουν τον κόσμο και πάντα τον αλλάζουν προς το καλύτερο. Άσχετα αν καμιά φορά ξεχνάμε ποιο είναι το καλύτερο και ξαναγυρίζουμε πίσω. Αυτοί είναι κύκλοι που κάνει η ζωή. 

– Είναι πιο εύκολο για έναν ηθοποιό να υποδυθεί έναν χαρακτήρα που τον αφορά, που είναι πιο κοντά σ’ αυτόν; Για μένα είναι πάντα δύσκολο και απαιτητικό. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτό που λένε «μπαίνω στο πετσί του ρόλου». Όχι. Εγώ φέρνω τον ρόλο στο δικό μου πετσί. Πάντα αυτό έκανα, σ’ όλους τους ρόλους που έχω διανύσει: από κλασικούς και μοντέρνους, από ελληνικά και ξένα έργα. Έχω καλύψει ένα ρεπερτόριο που αγγίζει όλα τα είδη. Πάντοτε προσπαθώ να βρω μέσα σε κάθε ρόλο το δικό μου «πετσί» και να το διευρύνω. Αν δεν διαθέτω κάποια χαρακτηριστικά, ψάχνω μέσα μου για να πλάσω τον χαρακτήρα. 

– Ο κανόνας λέει ότι οι μονόλογοι είναι ένα θεατρικό είδος δύσκολο για το κοινό… Ο συγκεκριμένος μονόλογος έχει ένα χαρακτηριστικό: είναι σαν να βλέπεις ταινία. Δεν αισθάνεσαι ότι παρακολουθείς μονόλογο. Ξεπετάγονται ολοζώντανα 15-20 πρόσωπα που περιστρέφονται γύρω από τη ζωή μιας γυναίκας. Ζωντανεύουν μέσα απ’ τους διαλόγους της Δάφνης. Σε παρασύρει μια πλοκή με σασπένς. Δεν είναι έργο βαρύ, είναι γλυκόπικρο. Έχοντας ήδη επιχειρήσει να το παρουσιάσω για 15-20 παραστάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, διαπίστωσα ότι έχει απήχηση σε όλες τις ηλικίες. Συγκινεί κάθε ηλικία, με διαφορετικό τρόπο.

– Με ποιες σκέψεις ετοιμάζεστε να παρουσιάσετε αυτή τη δουλειά στην Κύπρο; Η Κύπρος έχει μεγάλο και πεπαιδευμένο θεατρόφιλο κοινό. Έχει φτιάξει παράδοση με αξιοσημείωτη θεατρική παραγωγή. Είναι ένα κοινό που μού δίνει μεγάλη χαρά να παίζω μπροστά του. Διότι βλέπω ότι γνωρίζουν και κατέχουν ένα κριτήριο, χωρίς προκαταλήψεις. Χαίρονται ή απογοητεύονται αμερόληπτα και παρακολουθούν μέσα από ένα θετικό, αγνό πρίσμα. Οι Κύπριοι θεατές έρχονται στο θέατρο για να περάσουν καλά. Αν δεν περάσουν καλά, φταίμε εμείς κι όχι αυτοί.

– Κληρονομούμε τα ιστορικά τραύματα και τις εμπειρίες των προηγούμενων γενιών; Τα κληρονομούμε, διατεινόμαστε ότι δεν θα κάνουμε τα ίδια σφάλματα, περνά μια περίοδος και μετά τα επαναλαμβάνουμε. Οι κύκλοι της ζωής δείχνουν ότι ξεχνάμε γρήγορα. Οι νέες γενιές κομίζουν το καινούριο και το αγαθό και μετά κάνουν κι εκείνες τα δικά τους λάθη. Έτσι κυλάει το πράγμα. Μέχρις ότου καταστρέψουμε αυτόν τον πλανήτη- κατά ‘κεί το πάμε. Βλέπουμε ότι τα ψάρια βγήκαν στην στεριά, η επιστημονική φαντασία έγινε ήδη πραγματικότητα. 

– Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη αποτυχία της γενιάς σας και ποιο το μεγαλύτερο επίτευγμα; Η δική μου γενιά κατάλαβε τη σημασία της αντίστασης, ανύψωσε το πολυτεχνείο που συνέβαλε στην πτώση της δικτατορίας κι από εκεί και πέρα ήταν η ίδια γενιά που έφερε την ευμάρεια και την καταστροφή. Έκανε και τα υπέροχα και τα στραβά. Ο ίδιος άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο.

– Ισχύει ότι οι γονείς μας είναι «οι άνθρωποι που γνωρίζουμε λιγότερο από όλους», όπως αναφέρεται κάπου στο έργο; Ισχύει. Τους φίλους, τους γνωστούς, τον άνθρωπό μας, τους ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά. Όμως, πόσα αλήθεια γνωρίζουμε για τους ανθρώπους που μας έφεραν στη ζωή; Για τις αγωνίες τους, τα βιώματά τους; Κάποια στιγμή ανάγονται σε σύμβολα κι αυτό που μετράει είναι η ζωή μας μαζί τους κι όχι οι λεπτομέρειες από τη δική τους ζωή.

– Εξιδανικεύουμε τους γονείς μας; Τους οφείλουμε την ύπαρξή μας κι έχουμε μαζί τους αυτή την πρώτη, καθοριστική σύνδεση. Σε κάποια φάση τούς αποδομούμε και μετά αποκαθίστανται πάλι. Όμως, δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτούς. Πώς μεγαλώσανε, πότε κλάψανε, πότε γελάσανε. Πόσο συμφωνούσαν μεταξύ τους, αν ήταν ευτυχισμένοι. Αποφεύγουμε τέτοιες κουβέντες με τους γονείς μας. Υπάρχει κάποια αρχέγονη αιτία, ενδεχομένως, που μας απωθεί ν’ αναπτύσσουμε τέτοιου είδους σχέση. Ένα παιδί δεν θέλει λ.χ. να γνωρίζει τη σεξουαλική ζωή των γονιών του. Με τους φίλους μας έχουμε μια άλλου είδους οικειότητα. Μοιραζόμαστε τις απόψεις και τις ιδιαιτερότητές μας. Γι’ αυτό οι γονείς στέκονται μέσα μας πιο συμπαγείς ως σύμβολα και πονάει πολύ όταν τους χάνουμε. Ωστόσο δεν γνωρίζουμε και τόσες λεπτομέρειες από τη ζωή τους.  

– Το χάσμα των γενεών εξακολουθεί να υφίσταται; Θα έλεγα ότι όσο προχωρά ο καιρός αυτό το χάσμα μεγαλώνει. Ακριβώς γιατί οι αλλαγές είναι τόσο ραγδαίες και εκκωφαντικές. 

– Οι σημερινοί νέοι γονείς, πάντως, μοιάζουν πιο υποψιασμένοι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον ψηφιακό γραμματισμό… Τα παιδιά τους όμως γεννήθηκαν εξ ολοκλήρου μέσα στην ψηφιακή εποχή. Η ανθρώπινη επαφή ολοένα και αλλάζει. Οι άνθρωποι εφευρίσκουν άλλους τρόπους να επικοινωνούν. Εγώ έχω μάθει στην αγκαλιά και την αφή. Στην παρέα. Μεγάλωσα στο πεζοδρόμιο με μια μπάλα. Αυτά είναι αδιανόητα πια στη σημερινή εποχή. Οι άνθρωποι πλέον συνάπτουν σχέσεις μακρόθεν και κάποια στιγμή θα κάνουν παιδιά κατά παραγγελία.

– Πιστεύετε στη νέα γενιά; Απολύτως. Μα είναι αυτή που προχωράει τα πράγματα μπροστά. Η παλιά προσφέρει τη σοφία και η νέα την ορμή. Το ιδανικό μονοπάτι είναι να αξιοποιούμε τη σοφία και εμπειρία της παλιότερης γενιάς και να τη μετουσιώνουμε σε πρόοδο μέσα από τη νεανική ματιά. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι νέοι είναι να φιλτράρουν αυτό που χρειάζονται μέσα από τη δική τους ψυχή και ορμή και να ρισκάρουν με δική τους ευθύνη. Να μη διαγράφουν το παρελθόν. Συνέβη με κόπο και τίμημα. Και συνέβη για κάποιο λόγο. 

– Έχετε συμφιλιωθεί και με τα λάθη σας; Αν δεν είχα συμφιλιωθεί θα ήμουν ένας άνθρωπος με πολλά απωθημένα. Δόξα τω θεώ, δεν έχω απωθημένα. Ποτέ δεν είχα. Δεν έχω φθόνο, ούτε καταπιεσμένες επιθυμίες. Ίσως γιατί μου δόθηκε πολύ αγάπη, όπως κι έδωσα. Υπήρχε ισορροπία στη ζωή μου από μικρή ηλικία. Είμαι ένας άνθρωπος τυχερός. Επέλεγα τον δικό μου, μικρό, αγαπησιάρικο κύκλο. Δεν ξόδεψα την ψυχή μου χωρίς λόγο. Συμφιλιώθηκα, λοιπόν, με τα λάθη μου, τα αναγνώρισα, έκανα κι άλλα, καινούρια λάθη, ή κάποιες φορές έπεσα και στα ίδια. Αυτό είναι ο άνθρωπος, δεν είμαστε δα και θεοί! Πρέπει να περάσουμε πολλά για να μάθουμε. Αν μάθουμε δηλαδή ποτέ. 

– Δεν έχετε καλλιτεχνικές επιθυμίες; Έχω πολλές. Η βασικότερη όμως είναι να θέλω και να με θέλουν οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι. Δεν θέλω να κάνω κάτι τυπικά, απλώς για να βρίσκομαι σε μια δουλειά. Θέλω να θαυμάζω κι οι άλλοι να αγαπούν κάτι σε μένα. Επίσης, θέλω να περνάω καλά στην καθημερινότητά μου. Δεν δίνω και τόση σημασία στο πόσο καλός ηθοποιός είναι κάποιος αλλά στο πόσο δοτικός και ισορροπημένος είναι, πόσο υγιής είναι η συνάντησή μας. Δεν θέλω ούτε να βασανίζω, ούτε να με βασανίζουν. Κάποτε λέγανε στο θέατρο «αυτός είναι χαρισματικός ηθοποιός, αλλά δύσκολος άνθρωπος». Λοιπόν, εγώ δεν θέλω δύσκολους ανθρώπους. Μιλάω εκ πείρας. Έχω ταλαιπωρηθεί από τη δυσκολία του «χαρισματικού» και κάποια στιγμή είπα «ως εδώ». Δεν έχω κανέναν λόγο πια ν’ ανέχομαι τα τερτίπια, τις παραξενιές και τα βίτσια του καθενός. Επιδίωξή μου είναι να συνεχίσω να απολαμβάνω αυτή τη μαγική δουλειά που λατρεύω. Να προσφέρουμε στον κόσμο χαρά και ανακούφιση κι όχι μαυρίλα, αρνητισμό και τοξικότητα. 

– Ποιες συναντήσεις σας καθόρισαν; Από καθηγητές στο σχολείο μέχρι μεγάλοι σκηνοθέτες. Έχω δουλέψει σχεδόν με όλους τους μύθους των δεκαετιών του ’70, του ’80, του ’90. Ποιον να πρωτοαναφέρω; Από τον Ντασσέν και τον Κακογιάννη, μέχρι τον Βολανάκη, τον Λιουμπίμοφ, τον Βουτσινά. Είναι σαν να έχω βγάλει δέκα διαφορετικά πανεπιστήμια. 

– Τι χρειαζόμαστε για ν’ ανατροφοδοτούμε το κουράγιο μας για ζωή; Νομίζω ότι αυτό που έχει ανάγκη ο άνθρωπος σήμερα είναι η χαρά στην καθημερινότητα, την οποία έχουμε ξεχάσει, καταπονημένοι από τα γεγονότα των τελευταίων ετών. Αν συνειδητοποιήσουμε και εκτιμήσουμε τις μικρές, υπέροχες απολαύσεις, να δούμε μια ταινία, να φάμε με την παρέα μας, να γελάσουμε, να ταξιδέψουμε, δεν θα χρειαζόμαστε κουράγιο για να ζήσουμε. Η χαρά για ζωή θα επιστρέψει. Προσωπικά, θα ήθελα να κάνω κάθε χρόνο μια κρουαζιέρα να γνωρίζω τον κόσμο. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ μ’ αρέσει να κάνω ταξίδια στον κόσμο με το τάμπλετ- να, ένα καλό της τεχνολογίας!

– Δεν είναι κι οι ρόλοι ταξίδια; Οι ρόλοι κι αν δεν είναι ταξίδια! Και μάλιστα ωραία, μαγικά.

– Είναι η συγκίνηση από μόνη της ο υπέρτατος στόχος μιας παράστασης; Το ζητούμενο είναι να μη φύγει ο θεατής αδιάφορος. Να έχει νιώσει κάτι. Να έχει γελάσει ή κλάψει, να το συζητά με τους φίλους του, να τον «καίει» αυτό που είδε. Εμείς κάθε φορά αφήνουμε ένα κομματάκι από την ψυχή μας. Αυτά τα κομμάτια ψυχής εκτοξεύονται προς το κοινό κι αν αγγίξουν την κατάλληλη χορδή, μεγεθύνονται. 

– Τι καθιστά μια παράσταση κακή; Μια παράσταση είναι απόσταγμα πολλών συνισταμένων. Από το κείμενο, τη διαχείριση, το κλίμα, τη σκηνοθεσία, τους ηθοποιούς, τους συντελεστές. Η συνταγή μπορεί να «κόψει» από μια μικρή λεπτομέρεια. Δεν υπάρχει εγγύηση επιτυχίας. Έχουμε να κάνουμε με συναισθήματα- δηλαδή με αέρα, με μαγνητικά κύματα. Όλα είναι ρευστά και σχετικά.

– Εξακολουθείτε να έχετε τις ίδιες αγωνίες και ανασφάλειες; Ανασφάλειες δεν έχω πια εδώ και χρόνια. Έχω απαλλαγεί από την ανάγκη ν’ αποδείξω ότι έχω ταλέντο, ότι κάτι αξίζω κι εγώ. Αγωνία μου είναι πλέον αν θα έρθει εις πέρας ο στόχος που έχω θέσει για τον εαυτό μου και την παράσταση. Στο τέλος πάντα λέω ότι θα μπορούσα να το έχω κάνει και καλύτερα.

– Κάποιοι συνάδελφοί σας προτιμούν να έχουν μια δαμόκλειο σπάθη από πάνω για να βρίσκονται σε εγρήγορση. Ο φόβος δεν είναι και μπούσουλας; Τον φόβο τον μισώ. Όποιος μου τον επιβάλλει, των απωθώ μια ώρα αρχύτερα. Δεν φοβίζω κανέναν και δεν θέλω κανένας να με φοβίζει. Ο φόβος είναι το πιο αντιδημιουργικό συναίσθημα. Ένας καταρτισμένος πιλότος πρέπει να οδηγεί το αεροπλάνο άφοβα. Αν φοβάται, θα τους πάρει όλους στο λαιμό του. Δεν χρειάζομαι δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι. Έχω μια έγνοια για το «κέικ» που έφτιαξα, αν θα το βρουν οι θεατές νόστιμο. Ως εκεί. Αν δεν βγει νόστιμο, δεν θα πέσω και στα πατώματα. Την επόμενη φορά θα προσέχω. Αλλά τον φόβο θέλω να τον βγάλω απ’ το λεξιλόγιό μου. 

– Σας αρέσει να βάζετε δύσκολα στο κοινό; Όχι. Μ’ αρέσει να βάζω  δύσκολα στον εαυτό μου. Για το κοινό θέλω όλα να κυλούν εύκολα, απλά, γαλήνια. Να αισθάνεται και να καταλαβαίνει αν κάτι είναι όμορφο, λυπητερό ή χαρούμενο και να περνάει καλά. Γι’ αυτό είναι η ζωή, άλλωστε. Για να περνάμε καλά. 

 – Υπάρχουν όμως έργα που από τη φύση τους είναι δύσκολα και θέτουν το κοινό σε διαδικασία σκέψης… Η διαδικασία σκέψης είναι ωραίο και δημιουργικό πράγμα. Άρα, ευχάριστο. Το κακό και βαρετό είναι η διαδικασία μη σκέψης. Όταν φεύγω από μια παράσταση και δεν μου αφήνει τίποτα ως τροφή για σκέψη.

INFO «Το καινούριο παιδί», Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια 2022, 10/9 Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 11/9 Θέατρο Ριάλτο Λεμεσού, 8.30μ.μ. tickethour.com.cy & ACS COURIER