Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του δισκογραφικής δουλειάς «Δύο Λάθη» αλλά και των επικείμενων εργαστηρίων που θα εισηγηθεί στο Μουσικό Χωριό Φέγγαρος, ο -ούτε κλασικός, ούτε παραδοσιακός- Φώτης Σιώτας, αφηγείται τις μουσικές ιστορίες που τον καθόρισαν και επιβεβαιώνει, στις γραμμές που ακολουθούν, τη σημασία του να παραμένει κανείς ξεχωριστός.

– Στους κύκλους των μουσικών κουβαλάς τον τίτλο του πολυπράγμονα. Είσαι όντως έτσι; Είμαι αρκετά έτσι, γι’ αυτό και προσπαθώ τώρα να περιφρουρώ λίγο περισσότερο χρόνο και για μένα, γιατί νιώθω ότι έχω ξανοιχτεί αρκετά, τόσο σε θέμα χρόνου, όσο και σε θέμα ενέργειας. Από την άλλη, πέρα απ’ τα δικά μου, πάντα έχω τη διάθεση να συμμετέχω και σε δουλειές νέων παιδιών, γιατί με ενθουσιάζει το να είμαι μέρος ενός πράγματος το οποίο είναι ζωντανό και που έχει λόγο να υπάρχει.

– Αυτή ήταν πάντα η σχέση που είχες με τη μουσική; Ξεκίνησες στα έξι σου, σωστά; Σωστά. Σε εκείνη την ηλικία είχα τη χαρά και την τιμή να είμαι μέλος μιας πολύ καλής παιδικής χορωδίας, της Αγίας Τριάδας Θεσσαλονίκης και με έναν φοβερό μαέστρο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ήταν μια χορωδία πολύ υψηλού επιπέδου, μέσα από την οποία κάναμε συνεργασίες με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και με πολλούς σημαντικούς μουσικούς και συνθέτες. Εκεί έμαθα τη μουσική και αργότερα, συνέχισα στο Κρατικό Ωδείο, όπου ξεκίνησα βιολί.

– Γιατί βιολί; Ήταν κάτι που προέκυψε εντελώς απροσδόκητα. Την πρώτη φορά που βρέθηκα στο ωδείο, ήταν με σκοπό να μάθω ακορντεόν, όπως ήθελε η μητέρα μου. Ήταν το απωθημένο της και επειδή δεν την άφησε ο παππούς μου να ασχοληθεί μ’ αυτό, ήθελε να το κάνω εγώ. Πηγαίνοντας στο ωδείο και περνώντας μέσα από διάφορες τάξεις, για να γνωρίσω τα όργανα, είδα σε μια αίθουσα έναν δάσκαλο να παίζει βιολί. Έπαθα πλάκα. Τόσο πολύ μαγεύτηκα από τον ήχο που έβγαζε το βιολί, που από εκείνη την ώρα ήξερα ότι τίποτα άλλο δεν ήθελα να κάνω.

– Ήταν κλασικά και τα ακούσματα που είχες τότε; Όχι ακριβώς. Η κλασική μουσική υπήρχε σίγουρα στη ζωή μου λόγω και του ωδείου, όμως ως έφηβος ήμουν περισσότερο ακροατής του κλασικού ροκ και αργότερα της πανκ μουσικής. Μεγαλώνοντας, άρχισα να γνωρίζω το ρεμπέτικο, ενώ στο Λύκειο άρχισα να δουλεύω και σε σχήματα. Μετά, ήρθα σε επαφή με όλο το υλικό του Σωκράτη Μάλαμα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Γιάννη Αγγελάκα, του Ορφέα Περίδη, του Νίκου Παπάζογλου. Τα ακούσματά μου, πριν ασχοληθώ με τη μουσική τη δική μας και με όλους αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα, ήταν μουσικές πολύ ιδιαίτερες, όπως σύγχρονη κλασική και τζαζ αλλά και πειραματική μουσική, την οποία ενσωμάτωσα αργότερα και στο παίξιμό μου αλλά και στους Sancho 003 και τους Σωτήρες.

– Ως παιδί της Θεσσαλονίκης, ένιωσες να σε επηρεάζει η πόλη αυτή και ως μουσικό; Ναι, γιατί υπήρχε ένα πράγμα πολύ ζωντανό στην πόλη τότε και παρά το γεγονός ότι έφυγα σχετικά νωρίς απ’ αυτή, μπορώ να πω ότι στο ξεκίνημά μου μού τύχανε πολύ ωραία πράγματα στη Θεσσαλονίκη. Ως νεαρός ενήλικας, όταν άρχισα να παίζω μουσική με γκρουπ, έζησα την εποχή του Μύλου, του απίστευτου εκείνου χώρου που ακόμα και όταν παίζαμε σε ερασιτεχνικές μπάντες, είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε συναυλίες με επαγγελματικό επίπεδο ήχου. Δεν υπήρχε αυτό που γινότανε εκείνη την εποχή στον Μύλο. Ήταν ένα μέρος που πραγματικά με σημάδεψε, γιατί είδα να παρουσιάζονται εκεί καλλιτέχνες από το παγκόσμιο μουσικό στερέωμα, που δεν θα τους συναντούσες ούτε καν στην Αθήνα. Ευτύχησα να ζω στη Θεσσαλονίκη της εποχής που άνθιζαν οι καλλιτεχνικοί χώροι και τα στέκια. Εγώ ήμουνα, θυμάμαι, σε 4-5 μπάντες με τις οποίες έπαιζα ρεπερτόρια εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους. Στη συνέχεια, κάπου στο 1993 γνώρισα τον Σωκράτη και έπειτα τον Θανάση…

– Και κάπου εκεί αρχίζουν και οι περιοδείες; Ναι, παρόλο που η πρώτη περιοδεία στην οποία συμμετείχα, ήταν αυτή που είχαμε κάνει για 45 μέρες με τον Θεοδωράκη, τη Φαραντούρη και τον Μητσιά το 1994 στην Αμερική. Ήταν κάτι το συναρπαστικό. 21 χρονών εγώ, δεν είχα βγει πότε έξω απ’ την Ελλάδα, βρέθηκα ξαφνικά σε ένα ξενοδοχείο στην 5η Λεωφόρο. Μόνος μου σε ένα δωμάτιο, κοιτούσα απ’ το παράθυρο την πόλη, χωρίς να μπορεί να το χωνέψει το μυαλό μου. Είχα μεγάλη αγωνία, σχεδόν φοβόμουνα να βγω στον δρόμο στην αρχή, γιατί ήτανε ένα αστικό τοπίο τελείως άγνωστο για μένα εκείνη την εποχή. Μια άλλη αξέχαστη εμπειρία, ήταν η πρώτη μου περιοδεία με τους Λαϊκεδέλικα, την μπάντα που έχτισε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου μετά την ηχογράφηση των δίσκων «Βραχνός Προφήτης» και «Αγρύπνια». Οι πρώτες συναυλίες ήταν ένα πραγματικό σοκ για όλους μας νομίζω. Ο κόσμος, η ενέργεια, εκείνο το πανηγύρι που γινότανε, ήταν κάτι που ξεκίνησε από εκείνη την περιοδεία και έχει μείνει μέχρι σήμερα στις συναυλίες του Θανάση και του Σωκράτη. Τότε, βέβαια, ήταν διαφορετικό, γιατί όλος αυτός ο παλμός προέκυπτε από μια πηγαία αντίδραση του κόσμου. Τώρα νιώθω ότι έχει γίνει και λίγο μόδα αυτό και στα όρια του γηπεδικού. Τότε αντιλαμβανόσουν ότι υπήρχαν μέσα σε όλο αυτό το πανηγυρικό κλίμα και οι στιγμές ακρόασης. Ζήσαμε απίστευτες εμπειρίες, ειδικά στις πρώτες συναυλίες στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, όπου είχαμε πάει για μερικές μέρες και καταλήξαμε να μένουμε στην Αθήνα για περισσότερο από ένα μήνα.

– Ως οργανοπαίχτης πάνω στη σκηνή, πώς βιώνεις κάθε φορά αυτές τις εμπειρίες; Προσπαθώ να τις απολαμβάνω. Και αυτό γίνεται, γιατί ακόμα και αν παρουσιάζω το ίδιο υλικό για χρόνια, δεν μπορώ να παίζω μηχανικά, αλλά ούτε και να αλλάζω εύκολα τις μουσικές μου παρέες. Ένα παράδειγμα, η συνεργασία που έχω όλα αυτά τα χρόνια με τον Σωκράτη Μάλαμα, ο οποίος είναι ένας καλλιτέχνης που με συγκινεί. Μπορεί να έχουμε να κάνουμε μαζί 40 συναυλίες το καλοκαίρι με ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο, που ακόμα και να το έχεις παίξει τόσες φορές, η ερμηνεία του δεν σου επιτρέπει να μην τον παρακολουθείς. Έχει αυτό το χάρισμα, να απευθύνει το τραγούδι στον κόσμο, με έναν τρόπο τόσο άμεσο που συγκινεί και εμάς που είμαστε πάνω στο πάλκο. Οπότε, το γεγονός ότι τόσα χρόνια βρίσκομαι μουσικά σε αυτές τις παρέες, δεν με έκανε να το νιώσω ποτέ μου «δουλειά».

– Είσαι η ήρεμη δύναμη σε αυτά τα σχήματα; Δεν θα το έλεγα, γιατί ως άνθρωπος δεν μπορώ να υπάρχω κάπου που ζορίζουν τα πράγματα σε επίπεδο σχέσεων. Για μένα θα έλεγα ήταν αρκετά εύκολο αυτό το ταξίδι, γιατί και ο Θανάσης και ο Σωκράτης με τους οποίους έχω συνεργαστεί όλα αυτά τα χρόνια, είναι άνθρωποι που οι φιλοδοξίες τους περιορίζονται στη δημιουργία τους. Μετά, δεν υπάρχουν πόζες ή εντάσεις άλλου τύπου. Πάντα όλα συζητιούνται, όλα γίνονται, οπόταν δεν χρειάστηκε ποτέ να είμαι εγώ η ήρεμη δύναμη της ομάδας.

– Τα τελευταία χρόνια είσαι και ο ίδιος τραγουδοποιός, με δισκογραφική παρουσία εντελώς διαφορετικού ύφους από τα κομμάτια στα οποία σε έχουμε συνηθίσει ως οργανοπαίχτη και ενορχηστρωτή. Ναι, γιατί η δική μου τραγουδοποιία σχετίζεται με τις επιρροές που άντλησα ακούγοντας το παλιό ελληνικό τραγούδι, το ρεμπέτικο, το παραδοσιακό, τα τραγούδια των δεκαετιών 50-70. Μέσα από εκεί δηλαδή πιο πολύ πήρα πράγματα, αλλά και ακούγοντας δίσκους παλιούς από ξένη μουσική.

– Πώς θα προσδιόριζες το ύφος αυτών που γράφεις; Θα έλεγα ότι αυτή τη στιγμή προσπαθώ να φτιάξω μια καινούρια folk τραγουδοποιία, που έχει βάση και μελωδικές γραμμές από το παρελθόν, από τις ρίζες μας αλλά από ένα προσωπικό φίλτρο, το οποίο έχει και αυτό χίλιες άλλες δυο πληροφορίες. Επομένως, αν μπορώ να πω ποτέ ότι έκανα κάτι ας το πούμε άξιο λόγου, οφείλεται στο γεγονός ότι μπόρεσα και έφτιαξα μια γλώσσα δικιά μου ηχοχρωματικά και σε τρόπο παιξίματος, την οποίο έβαλα μέσα σε μια καλλιτεχνική δημιουργία και μέσα σε μια εποχή. Ότι ουσιαστικά κατασκεύασα πρώτα τον ήχο μου και ταυτόχρονα ενώ τον κατασκεύαζα, έτυχε να τον βάλω και μέσα στα πράγματα.

– Πρόσφατα κυκλοφόρησες τον δεύτερό σου δίσκο με τίτλο τα «Δύο λάθη». Πώς γεννήθηκε αυτή η δουλειά; Τα «Δύο Λάθη» είναι ο δεύτερος κύκλος τραγουδιών που φτιάξαμε με τον Θοδωρή Γκόνη μετά τα «Δεύτερα». Μας άρεσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο είχαμε δουλέψει την πρώτη φορά και είπαμε να φτιάξουμε καινούρια τραγούδια, τα οποία έχουν κοινές ρίζες ως τραγουδοποιία, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά ο ήχος στηρίζεται πάνω στις κιθάρες, ενώ λίγο πιο «ανοιχτός» και όχι τόσο λαϊκός. Έχει αναφορές στην παγκόσμια τραγουδοποιία και στη Λατινική Αμερική και στην Αμερική, αλλά μέσα από τα δικά μου ακούσματα και με μελωδίες πιο λαϊκότροπες.

– Ως δεξιοτέχνης του βιολιού αλλά και ως δημιουργός, θα έβλεπες τον εαυτό σου κάποια στιγμή να ασχολείται και με τη σύνθεση κλασικής μουσικής;  Δεν θα το έλεγα, διότι δεν νιώθω ότι έχω τις συνθετικές δεξιότητες για κάτι τέτοιο. Κάποια πράγματα υπάρχουν μέσα στο θέατρο και σε διάφορες άλλες δουλειές που κάνω, αλλά μέχρι ένα σημείο. Θα έλεγα περισσότερο ότι με μια λαϊκότητα προσεγγίζω όλες τις φόρμες, άσχετα αν δεν είναι λαϊκή μουσική. Προσπαθώ να φτιάχνω τα εφόδιά μου και να προσθέτω εφόδια, αλλά όλα αυτά έχουν ένα ταβάνι.

– Φτάνοντας σήμερα στα 50, τι σημαίνει για σένα η μετάβαση σ’ αυτή τη δεκαετία; Σημαίνει την ολοκλήρωση ενός κύκλου, κατά τον οποίο όλες τις αντανακλαστικές συμπεριφορές που είχα, μπορώ τώρα και τις λύνω, ώστε να μπορώ να προχωρήσω σε πιο ουσιαστικά πράγματα. Ένα από αυτά, είναι και η διαχείριση του άγχους μου, που είχε να κάνει πάντα με την ενασχόλησή μου με τη μουσική ή με το ότι ως βιολιστής δεν ήμουνα ποτέ ούτε ξεκάθαρα κλασικός, ούτε ξεκάθαρα λαϊκός ή παραδοσιακός. Είχα πάντα ένα κόμπλεξ ότι έπρεπε να αποδείξω καλλιτεχνικά ποιος είμαι. Απ’ την άλλη, ήμουνα φουλ δημιουργικός. Πλέον κατάλαβα ότι αυτό ήταν το σημαντικό. Ότι ήμουν δημιουργικός, ότι ήμουν ανοιχτός στα πράγματα, ότι δούλεψα γι’ αυτά που έκανα και ότι δεν πρέπει να έχω άγχος γι’ αυτά. Αυτό άργησα να το καταλάβω και γι’ αυτό προσπαθώ τώρα να το αφήσω μακριά και να απολαύσω αυτό που έρχεται, με πιο καθαρή διάθεση και χωρίς άγχος.

– Ο γιος σου, επηρέασε και αυτός τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τα πράγματα; Ναι, γιατί με τον ερχομό του ένιωσα να σπάει ένα κουκούλι του εγωισμού. Με έκανε πιο ώριμο, πιο υπεύθυνο, ενώ με βοήθησε στο να παρατηρώ ξανά όλα τα πράγματα απ’ την αρχή. Μέσα από το παιδί μου ανακάλυψα και τις αδυναμίες μου αλλά και τα θέματα που έχω με τον χαρακτήρα και με τη συμπεριφορά μου. Μου έσπασε αυτό το στοιχείο που είχα το να είμαι απόλυτος ή εύθικτος. Με έμαθε να είμαι πιο ανοιχτός.

– Αισιόδοξος είσαι; Είμαι, ναι. Αισιόδοξο με κάνουν τα παιδιά αλλά και οι κουβέντες που κάνω με τους ανθρώπους, με καινούρια άτομα που γνωρίζω που με εντυπωσιάζουν. Όσο υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν τους αρκεί αυτό που συμβαίνει και με τον τρόπο τους προσπαθούν να το αλλάξουν ή προσπαθούν να αλλάξουν τη στάση τους για να αλλάξουν τα πράγματα, αυτό είναι κάτι το οποίο πάντα μου δίνει αισιοδοξία.

– Επιστρέφοντας στα καλλιτεχνικά, αυτή η περίοδος σηματοδοτεί και την επιστροφή σου στα live; 12 Μαΐου παίζω στο Six Dogs, όπου μαζί με την μπάντα που έχουμε φτιάξει, θα παρουσιάσουμε τα «Δύο Λάθη» και «Τα Δεύτερα». Επιπλέον, θα παίξουμε κάποια κομμάτια του Θανάση Παπακωνσταντίνου που έχω τραγουδήσει παλιότερα, καθώς και κάποια παλιά λαϊκά τραγούδια τα οποία έχουμε επανασυνθέσει. Επιπλέον, το καλοκαίρι θα παίζω με τον Παύλο Παυλίδη σε κάποιες συναυλίες, όπως και σε κάποιες με τον Σωκράτη Μάλαμα, ενώ έχω και τις δράσεις μου με το θέατρο, μέσα από τις παραστάσεις «Προμηθέας Δεσμώτης» σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη, τις «Ρίζες από βαμβάκι» της Εύης Θεοδώρου, που θα γίνει στη Μικρή Επίδαυρο αλλά και «Το σφαγείο του έρωτα», που βγαίνει αυτές τις μέρες στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων- Λευτέρης Βογιατζής, σε κείμενο του Παντελή Μπουκάλα και σκηνοθεσία Θοδωρή Γκώνη.

– Ένας από τους σταθμούς σου, φυσικά, θα είναι και η Κύπρος, όπου επιστρέφεις και φέτος στο Μουσικό Χωριό Φέγγαρος. Τι θα παρουσιάσεις; Θα εισηγηθώ το εργαστήρι «Τα έγχορδα στο τραγούδι», ένα αρκετά διαφορετικό σεμινάριο σε σχέση με αυτά που είχα παραχωρήσει παλιότερα, το οποίο θα αφορά ουσιαστικά τη χρήση των εγχόρδων, κυρίως στην τραγουδοποιία. Θα δουλέψουμε πάνω στους τρόπους προσέγγισης, στο ηχόχρωμα, στην άρθρωση, στην εναρμόνιση και στις εναλλακτικές τεχνικές των εγχόρδων. Ακόμα, θα αναλύσουμε κομμάτια, τόσο από τις δικές μου ενορχηστρώσεις σε γνωστούς δίσκους, όσο και από εμβληματικά τραγούδια της ποπ μουσικής. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα εργαστήρι, το οποίο απευθύνεται σε παίχτες εγχόρδων, όπως το βιολί, η βιόλα, το τσέλο και το κοντραμπάσο αλλά και τραγουδοποιούς τους οποίους ενδιαφέρει να μάθουν την προσέγγιση ενός συνόλου εγχόρδων στην τραγουδοποιία.

Ελεύθερα, 8.5.2022.