Στο χείλος μιας πολεμικής σύρραξης βρίσκονται Ρωσία και Ουκρανία, έχοντας θέσει την παγκόσμια κοινότητα σε συναγερμό προκειμένου να αποφευχθεί μια σύγκρουση, στην οποία είναι πολύ πιθανόν ότι θα έχουν εμπλοκή οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Η κατάσταση είναι κρίσιμη και το θερμόμετρο ανεβαίνει συνεχώς. Όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές τραβούν τις κόκκινες γραμμές τους και καθορίζουν μέχρι πού είναι διατεθειμένες να φτάσουν. 

Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει την κατάληξη της μια κρίσης, που κινδυνεύει να κλιμακωθεί από τη μια στιγμή στην άλλη και που αποτελεί άλλη μια αφορμή για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ Δύσης – Ρωσίας. Οι δύο πλευρές κάνουν κυκλωτικές κινήσεις πάνω στον χάρτη της Ευρώπης, με το ΝΑΤΟ να αρνείται τους όρους του Βλαντιμίρ Πούτιν για επαναφορά στις σφαίρες επιρροής και τη Μόσχα να επιδιώκει να περιορίσει τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, απομακρύνοντάς την από τα… πόδια της, δηλαδή από την περαιτέρω επέκταση της Δύσης στα ανατολικά.

Όπως έγραψε το περιοδικό Foreign Affairs η Μόσχα τα τελευταία χρόνια δεν σταμάτησε να ζητά επίσημα να σταματήσει η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, τερματισμό της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία και απαγόρευση των πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς στην Ευρώπη. Παράλληλα, η αίτηση αυτή συνοδεύτηκε και από μια ευθεία απειλή: αν δεν υπήρχε συμμόρφωση, το Κρεμλίνο δεν θα δίσταζε να καταφύγει σε στρατιωτική δράση. 

Οι Δυτικοί ποτέ δεν είδαν με θετικό μάτι τα ρωσικά αιτήματα και απαντούσαν πως η Μόσχα δεν έχει λόγο στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ ή σε οτιδήποτε άλλο αφορά την εξωτερική τους πολιτική. Μέχρι πρόσφατα, η Μόσχα αποδέχτηκε απρόθυμα αυτούς τους όρους. Τώρα, ωστόσο, φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει με αντίμετρα, εάν δεν πετύχει τους στόχους της. Και αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν συμπεριφέρεται σαν να έχει το πάνω χέρι σε αυτήν την αντιπαράθεση, αυτό συμβαίνει επειδή το έχει. Η ρωσική κυβέρνηση διαμαρτύρεται ότι η Δύση έχει περικυκλώσει τη Ρωσία και έχει παρομοιάσει τις δυτικές χώρες με λύκο που θέλει να καταβροχθίσει τη χώρα, απαιτώντας παράλληλα σεβασμό.

Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ απάντησαν στη συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία, με την αποστολή δυνάμεων και εξοπλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ενδεχομένως να ήταν μια κίνηση που δεν περίμενε η Μόσχα, καθώς μέχρι πρόσφατα η Ουάσιγκτον δεν έδειξε ότι είναι διατεθειμένη να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. Παρόλα αυτά κανένας δεν είναι σίγουρος για το τι θα πράξουν τελικά οι ΗΠΑ και μέχρι πού είναι διατεθειμένες να φτάσουν. Ο Αμερικανός πρόεδρος αδυνατεί να διατυπώσει μια ξεκάθαρη θέση και προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα, αλλά και τη θέληση των ΗΠΑ να αποτρέψουν μια νέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Αντίθετα, η θέση της Μόσχας είναι ξεκάθαρη. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν μπορεί να τονίζει την ενότητα του ρωσικού και του ουκρανικού λαού, αλλά αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να αποτρέψει την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Αρκεί να θυμηθεί κάποιος τι είπε τον Μάρτιο του 2014 μετά την αποστολή δυνάμεων στην Κριμαία. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα ταξιδεύαμε στη Σεβαστούπολη για να επισκεφτούμε ναύτες του ΝΑΤΟ», είπε για τη διάσημη ρωσική ναυτική βάση στην Κριμαία. Οι ενέργειές του υποδηλώνουν ότι ο πραγματικός του στόχος δεν είναι να κατακτήσει την Ουκρανία και να την απορροφήσει στη Ρωσία, αλλά να αλλάξει τη μεταψυχροπολεμική οργάνωση στην Ανατολική Ευρώπη. Θεωρεί ότι αν καταφέρει να κρατήσει το ΝΑΤΟ μακριά από την Ουκρανία, τη Γεωργία και τη Μολδαβία και τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς των ΗΠΑ εκτός Ευρώπης, θα μπορέσει να επιδιορθώσει μέρος της ζημιάς που υπέστη η ασφάλεια της χώρας του μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Όχι τυχαία, αυτό θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως χρήσιμη «προίκα» για το 2024, όταν θα διεκδικεί την επανεκλογή του.

Μετρώντας ζημιές από νέες κυρώσεις

Έντονα συζητιέται και το ενδεχόμενο επιβολής ακόμη πιο αυστηρών κυρώσεων στη Ρωσία, που θα απευθύνονται και προσωπικά στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Όμως, όπως πολλοί αναλυτές τονίζουν, σε αυτό το παιχνίδι η Ευρώπη έχει πολύ περισσότερα να χάσει από ότι οι ΗΠΑ. «Είναι προφανές ότι η Ευρώπη είναι εκτεθειμένη πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ, επειδή η γεωγραφική εγγύτητα συμβαδίζει με στενούς οικονομικούς δεσμούς και δεσμούς ασφαλείας» επεσήμανε ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών.

Παρά την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η Μόσχα παραμένει η πέμπτη αγορά εξαγωγών για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με 81,5 δισεκατομμύρια ευρώ από τον Ιανουάριο ως τον Νοέμβριο 2021. Είναι επίσης ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής της ηπείρου πίσω από την Κίνα και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη Eurostat, με 142 δισεκατομμύρια ευρώ εμπορευμάτων κατά τους 11 πρώτους μήνες της περυσινής χρονιάς. «Το περιθώριο ελιγμών δεν είναι διόλου το ίδιο για την Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ», παρατήρησε ο εξειδικευμένος στις οικονομικές κυρώσεις δικηγόρος Ολιβιέ Ντοργκάν, επισημαίνοντας τον κίνδυνο «να αυτοτιμωρηθείς» τιμωρώντας τον άλλον σ’ αυτού του τύπου τη σύγκρουση.

Το πιο εύγλωττο παράδειγμα είναι αυτό των υδρογονανθράκων, οι οποίοι θα αποτελούσαν εν δυνάμει στόχο στο οπλοστάσιο των κυρώσεων εναντίον της Μόσχας, σ’ ένα πλαίσιο μεγάλης ανόδου των τιμών στη Γηραιά Ήπειρο και στην καρδιά του χειμώνα, σε περίπτωση που ο Βλαντιμίρ Πούτιν καταλάμβανε την Ουκρανία. Από τη Μόσχα προέρχεται περισσότερο από το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών αερίου, και αν κλείσει η ρωσική στρόφιγγα, λόγω δυτικών κυρώσεων ή ρωσικών μέτρων αντιποίνων, υπάρχει κίνδυνος να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο ο λογαριασμός εκατομμυρίων νοικοκυριών για την ενέργεια. «Υπάρχουν αποθέματα, αλλά μιλάμε για μερικές εβδομάδες κατανάλωσης», εξήγησε ο Γκούντραμ Βολφ. «Τα αποθέματα θα έφθαναν στο μηδέν και θα ήταν τότε πολύ περίπλοκο να αντισταθμιστούν στο 100% οι εισαγωγές ρωσικού αερίου με αέριο του Κατάρ ή άλλων παραγωγών», ανάφερε προειδοποιώντας για τον κίνδυνο ελλείψεων.

Το άλλο μεγάλο ζήτημα είναι αυτό του ρωσικού χρηματοοικονομικού τομέα. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να απαγορεύσουν τις συναλλαγές σε δολάρια, το νόμισμα-βασιλιά των διεθνών ανταλλαγών, ή να αποκλείσουν τη Μόσχα από τον οργανισμό Swift, ένα ουσιώδους σημασίας σύστημα διεθνών τραπεζικών συναλλαγών, που ιδρύθηκε το 1973 και στους κόλπους του οποίου βρίσκονται 300 τράπεζες και χρηματοοικονομικοί θεσμοί της Ρωσίας. Ανάλογα με την περίπτωση, οι επιχειρήσεις που κάνουν δουλειές με τη Ρωσία θα πλήττονταν πολύ. Για αυτό και η Γερμανία, η οποία έχει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, έδειξε πως είναι εχθρική στην ιδέα οι κυρώσεις να αφορούν τον Swift.