Πλημμύρισε χθες το Facebook από αναρτήσεις για την Ημέρα του Πατέρα. Με παρέσυραν και μένα σαν νερά ορμητικά τα κείμενα που διάβασα από φίλους και φίλες μου. Τα πιο πολλά, αναφέρονταν στον μπαμπά που έφυγε. Που δεν είναι πια εδώ. Που δεν προλάβαμε να τον ζήσουμε, να τον χαρούμε. Όμως συγκρατήσαμε, άλλος λίγα που τα έκανε μες την ψυχή του πολλά, άλλος πολλά που τα συμπύκνωσε σε μια γερή δόση αγάπης. Η Κυριακή των Πρεσπών, για μένα, και για άλλους πολλούς φαντάζομαι, πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Η δική μας μέρα δεν χωρούσε επικοινωνιακές τυπικότητες, στημένα χαμόγελα και δηλώσεις στείρες. Ούτε όμως και για πατριωτικές συνάξεις υπήρχε χώρος στην ψυχή μας. Μόνο αγάπη, για κάποια φιγούρα που, άμα γυρίσεις ολονών μας το έξω μέσα, εκεί θα δεις του καθένα μας τον πατέρα. Αποθήκευσα, λοιπόν, ένα παλαιότερό μου σημείωμα, τριών χρόνων δηλαδή, και το μοιράζομαι μαζί σας.
  Οι άνθρωποι αποφεύγουν να μιλούν για τον θάνατο, ιδίως όταν αυτός δεν τους έχει χτυπήσει την πόρτα.
  Ένας παπάς μού έλεγε πριν από χρόνια ότι ακόμα και εκείνοι που στις κηδείες σπρώχνουν για να βρεθούν μπροστά-μπροστά τη στιγμή της ταφής, το κάνουν για να ανακουφιστούν ότι εκείνοι είναι ακόμα εν ζωή.
  Για μένα, που τον βρήκα μπροστά μου τον άτιμο από τα παιδικά μου χρόνια, η πιο βαριά επίπτωσή του δεν είναι τόσο πολύ ότι αναγκάζεσαι να συνηθίσεις την απουσία ενός αγαπημένου σου προσώπου, όσο το να συνειδητοποιείς ότι η μνήμη, τελικά, δεν αποθηκεύει εκείνα που έχεις πραγματική ανάγκη:
  Την αίσθηση ενός αγγίγματος τη στιγμή που το χρειαζόσουν. Τον τόνο της φωνής, σε καλές και άσχημες στιγμές. Ένα χαμόγελο που καμιά, ποτέ, φωτογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει. Ένα νεύμα, που ήταν αρκετό να σε διαβεβαιώσει ότι «όλα θα πάνε καλά, μη στενοχωριέσαι».
  Με συγκλόνισαν, θυμάμαι, τα λόγια που είπε ο Θανάσης Βέγγος σε μία τηλεοπτική εκπομπή, όπου τον κάλεσαν για να τον βραβεύσουν, ένα-δύο χρόνια πριν πεθάνει:
  «Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά, ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις».
  Σήμερα, είμαι μπλεγμένος κι εγώ στα πολλά χέρια που απλά με κατσιάζουν. Και μου λείπει εκείνο το ένα, που πάντα έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει.
  Ο Ηράκλειτος έλεγε: «Στην αναζήτηση της αλήθειας, να είσαι έτοιμος για το απροσδόκητο, επειδή είναι δύσκολο να τη βρεις και σε συγκλονίζει όταν την ανακαλύψεις».
  Είναι λόγια που τα βρίσκω στην εισαγωγή ενός βιβλίου που με κράτησε ξάγρυπνο τρεις νύχτες, και θα ‘θελα να το μοιραστώ μαζί σας, όσο κι αν το θέμα του, ο θάνατος και η μοναξιά, μοιάζει, και είναι, στενάχωρο.
  Τιτλοφορείται «Η Επινόηση της Μοναξιάς», είναι γραμμένο από τον Αμερικανό συγγραφέα Paul Auster, και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου. Ξεκινάει έτσι:
  «Τη μία μέρα υπάρχει ζωή. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, με θαυμάσια υγεία, ούτε καν γέρος, χωρίς ιστορικό ασθενειών. Όλα είναι όπως ήταν, όπως θα είναι πάντα. Εκείνος ζει από μέρα σε μέρα, νοιάζεται μονάχα για τη δουλειά του, ονειρεύεται μονάχα τη ζωή που απλώνεται μπροστά του. Και έπειτα, ξαφνικά, υπάρχει θάνατος. Ο άνθρωπος αφήνει έναν αναστεναγμό, σωριάζεται στην καρέκλα του κι έρχεται ο θάνατος. Το αιφνίδιο του πράγματος δεν αφήνει περιθώρια για σκέψεις, δεν δίνει στο μυαλό την ευκαιρία να αναζητήσει μια λέξη που θα μπορούσε να προσφέρει παρηγοριά. Μένουμε μονάχα με τον θάνατο, το αδιαμφισβήτητο γεγονός της θνητότητάς μας».
  Έμαθα τα νέα για τον θάνατο του πατέρα μου, κάποια χρόνια πριν, τέτοιες μέρες, όταν το πρωί κάναμε μπάνιο στην Αμμόχωστο και το απόγευμα, που βολτάροντας στην πυρωμένη Λευκωσία με κάτι καινούργιους, πρόσκαιρους φίλους, κάποιος μου φώναξε «τρέχα!».
Μπαμπά;