«Προδομένο ήτανε γιε μου» είπε, αλλά η φωνή του δεν είχε θυμό. Κούραση μόνο διέκρινα. Και μια πίκρα, σαν να άφηναν οι λέξεις μια δυσάρεστη επίγευση στο στόμα του. Καθόμασταν στη βεράντα του σπιτιού του στο Καϊμακλί. Μπορεί να πέρασαν και τριάντα χρόνια από την τελευταία φορά που ήρθα σε αυτό το σπίτι, τότε πάντως φόραγε ακόμα τη στολή της Εθνικής Φρουράς. Ένας έντιμος αξιωματικός που υπηρέτησε την πατρίδα και τη δημοκρατία. Που έζησε τον παραλογισμό του Ιουλίου του 1974. Που είδε την καταστροφή να έρχεται με φόρα κατά πάνω μας. Θυμάται ιστορίες από το πραξικόπημα – παρωδία και την εισβολή. Ο Σαμψών, ο «χρήσιμος ηλίθιος», σε νέες τρομακτικές περιπέτειες. Αν δεν αντικρίζαμε απέναντι τα επίχειρα της κατοχής μπορεί και να γελάγαμε… 

Η χρονική απόσταση ανάμεσα στην επίσκεψή μου στο Καϊμακλί και τον καβγά που ξέσπασε για το περιβόητο δημοσιογραφικό γλωσσάρι ήταν πολύ μικρή. Άλλο τόσο μικρή ήταν και η απόσταση από τη σημερινή ημέρα, της πρώτης επετείου που οδήγησε στη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία. Ήταν σαν να έπρεπε να μπουν όλα στη σειρά –οι μαρτυρίες για την προδοσία και οι λεκτικές ακροβασίες πάνω από το χαντάκι της ιστορίας- για να διαπραγματευτούμε ξανά τα αυτονόητα. 

Με απλά λόγια, μήπως συνεννοηθούμε επιτέλους: τα κατεχόμενα είναι κατεχόμενα, η εισβολή – εισβολή, οι έποικοι παραμένουν έποικοι. Η μνήμη είναι συναίσθημα αλλά και πολιτική θέση. Γι’ αυτό αισθάνομαι την ανάγκη ν’ αναζητώ απαντήσεις μέσα από την ανάγνωση της ιστορίας. Χωρίς να ξεχνώ στιγμή όμως, ως δημοκρατικά σκεπτόμενος άνθρωπος, τη φράση που αποδίδεται στον Βολταίρο: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ το δικαίωμά σου να το λες». Τα «Jes suis Charlie» δεν μπορεί να τα επικαλούμαστε επιλεκτικά. Ας κατεβάσουν λοιπόν κάποιοι τα καριοφίλια κι ας κάνει ο καθένας μας τη δουλειά του, αυτόβουλα, όσο καλύτερα μπορεί.

Φωτο: Τα σημάδια της μνήμης από το καλοκαίρι του 1974. “Nicosia International Airoport” – Φωτογραφία: Άντρος Ευσταθίου.