Το 2001, ο απόλυτος εχθρός της Δύσης ονομάζεται Αλ Κάιντα και κρύβεται πίσω από τη φιγούρα του αρχηγού της, του Οσάμα μπιν Λάντεν. Είκοσι χρόνια πολέμου μετά, η αποτυχία είναι αναμφισβήτητη: ο τζιχαντισμός έχει κάνει μεταστάσεις, οι τζιχαντιστικές οργανώσεις είναι περισσότερες και διαθέτουν καλύτερη γεωγραφική κατανομή.

Οι στάχτες των Δίδυμων Πύργων κάπνιζαν ακόμη όταν ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζορτζ Μπους κήρυττε την έναρξη αυτού που κατά καιρούς αποκάλεσε «σταυροφορία» ή «πόλεμο» εναντίον της τρομοκρατίας. Στο στόχαστρο ήταν το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, ένοχο ότι άφησε την Αλ Κάιντα να προετοιμάσει την πιο φονική επίθεση που πραγματοποιήθηκε ποτέ εναντίον δυτικής χώρας.

Δύο χρόνια και μία στρατιωτική νίκη αργότερα, ο Μπους ισχυριζόταν τον Ιανουάριο του 2003, στην παραδοσιακή ομιλία του για την κατάσταση του Έθνους: «Στο Αφγανιστάν, συμβάλαμε στην απελευθέρωση ενός καταπιεσμένου λαού και θα συνεχίσουμε να τον βοηθάμε να κάνει τη χώρα του ασφαλή, να ανοικοδομήσει την κοινωνία του και να μορφώσει όλα τα παιδιά του, αγόρια και κορίτσια».

Όμως η Ιστορία δεν τον άκουσε. Οι Ταλιμπάν ανακατέλαβαν την Καμπούλ και επιβάλλουν τη Σαρία. Είτε οι κατευναστικές δηλώσεις τους κρίνονται αξιόπιστες είτε όχι, τη χώρα κυβερνούν πράγματι υπερ-ριζοσπαστικοί ισλαμιστές, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά στην Αλ Κάιντα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας έχει άραγε συνεπώς αποτύχει; «Κατάφεραν να σκοτώσουν τον Μπιν Λάντεν, όμως αν ο στόχος ήταν να βάλουν τέλος στον διεθνιστικό τζιχαντισμό, πρόκειται για μια πλήρη αποτυχία», απαντά χωρίς περιστροφές ο Αμπντούλ Σάγεντ, πολιτειολόγος στο πανεπιστήμιο του Λουντ, στη Σουηδία.

Καταστροφικός απολογισμός

Βεβαίως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έγιναν στόχος τέτοιας επίθεσης μετά το 2001. Όμως οι στόχοι που καθορίστηκαν «ήταν ανέφικτοι», λέει ο Ασάφ Μογαντάμ, ερευνητής του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Αντιτρομοκρατία (ICT) στο Ισραήλ. «Η τρομοκρατία δεν μπορεί να ηττηθεί. Η απειλή διαρκώς εξελίσσεται».

Το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) της Ουάσινγκτον ανακοίνωσε το 2018 ότι ο αριθμός των ενεργών τρομοκρατικών οργανώσεων (67) ήταν ο υψηλότερος από το 1980. Όσο για τον αριθμό των μαχητών, κυμαινόταν τότε, σύμφωνα με τις πηγές του CSIS, ανάμεσα σε 100.000 και 230.000. Επρόκειτο για αύξηση 270% σε σχέση με τις εκτιμήσεις του 2001. Ακόμη κι αν παραδεχτεί κανείς πως αυτοί οι αριθμοί είναι συζητήσιμοι, η τάση είναι αναντίρρητη.

Με δεδομένες τις δαπάνες που έγιναν -μόνο οι Αμερικανοί ξόδεψαν αναμφίβολα πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια στο Αφγανιστάν- ο απολογισμός είναι καταστροφικός και παραπέμπει σε πρόδηλα λάθη, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Η ανατροπή του ιρακινού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν το 2003 αναφέρεται έτσι τακτικά ως ένα μείζον σφάλμα. «Επέτρεψε στην Αλ Κάιντα να αναστηθεί, κάτι που έθεσε τις βάσεις της δημιουργίας της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος», εκτιμά ο Σεθ Τζόουνς, ειδικός για την τρομοκρατία στο CSIS.

Ένας τζιχαντισμός με δύο κεφάλια 

Πέραν αυτών, οι παρατηρητές περιγράφουν μια στρατηγική που προκρίνει τη σύγκρουση, χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται ο τζιχαντισμός: τον πόλεμο, το χάος, την κακή διακυβέρνηση, τη διαφθορά.

«Συγκρούσεις, όπως αυτή της Συρίας, μπορούν να κινητοποιήσουν και να ριζοσπαστικοποιήσουν μέσα σε λίγο χρόνο χιλιάδες μαχητές», υπογραμμίζει ο Τόρε Χάμινγκ, ερευνητής στο Τμήμα Πολεμικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου. «Το μείζον πρόβλημα δεν είναι στρατιωτικό», προσθέτει. «Ένας από τους πιο ισχυρούς μηχανισμούς για να προληφθεί η στρατολόγηση μαχητικών ισλαμιστών είναι να προσφερθούν στους ανθρώπους καλύτερες εναλλακτικές επιλογές. Τα όπλα δεν τις προσφέρουν».

Είκοσι χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το τοπίο είναι συνεπώς εντελώς διαφορετικό. Ο τζιχαντισμός ήταν μονοκέφαλος, ενσαρκωνόταν από την Αλ Κάιντα: πλέον έχει δύο κεφάλια μετά τη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους και την ανακήρυξη του «χαλιφάτου» στο Ιράκ και τη Συρία, ενώ ακολούθησαν πέντε χρόνια (2014-2019) φρικαλεοτήτων που αναμεταδίδονταν απ’ ευθείας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το γεωγραφικό εύρος της τζιχαντιστικής απειλής έχει κι αυτό αλλάξει. Οι οργανώσεις περιορίζονταν στη Μέση Ανατολή, ενώ πλέον ομάδες τζιχαντιστών δρουν επίσης στις τέσσερις γωνιές της Αφρικής, στο μεγαλύτερο μέρος του αραβικού κόσμου, καθώς και στη νότια και τη νοτιοανατολική Ασία.

Οι δεσμοί ανάμεσα σ’ αυτές τις τζιχαντιστικές ομάδες είναι χαλαροί, οι σχέσεις τους με τις κεντρικές οργανώσεις συχνά ασθενείς. Και οι τοπικές διεκδικήσεις τους υπερτερούν των διεθνών φιλοδοξιών. Όμως ορισμένες απ’ αυτές «έχουν γίνει σοβαροί πολιτικοί πρωταγωνιστές», διαπιστώνει ο Ασάφ Μογαντάμ. «Δεν μιλάμε πια για έναν μικρό αριθμό ανθρώπων, τους οποίους πρέπει να βάλουμε σ’ έναν κατάλογο παρακολουθήσεων. Η απειλή έχει κάνει μεταστάσεις. Υπάρχει ένας μεγαλύτερος αριθμός καθεστώτων, σε διασκορπισμένες περιοχές, τα οποία αντιμετωπίζουν τον βίαιο εξτρεμισμό».

Νέα παγκόσμια τάξη 

Η Αφρική έγινε έτσι το νέο σύνορο του τζιχαντισμού ανάμεσα στο Σαχέλ και το Μαγκρέμπ, τη Σομαλία και τη Λιβύη, τη Μοζαμβίκη και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Πρόκειται για μια επέκταση που ηχεί κι εδώ ως μια αποτυχία.

Το μέτωπο του τζιχάντ «μετακινήθηκε από τη Μέση Ανατολή προς την Αφρική και δεν πιστεύω πως αυτό είχε προβλεφθεί», λέει η Μπρέντα Γκιτίνγκου, αναλύτρια της αντιτρομοκρατίας με έδρα το Γιοχάνεσμπουργκ, και αναφέρει την ανικανότητα των Δυτικών «να προβλέψουν την ανάδυση ενός νέου πεδίου μάχης και να λάβουν υπόψη το δυναμικό της Αφρικής σε όρους νέου τζιχάντ».

Όμως οι καιροί έχουν αλλάξει και στην πλευρά της Δύσης. Η παγκόσμια τάξη έχει μεταμορφωθεί. Η 11η Σεπτεμβρίου είχε, από τη μια μέρα στην άλλη, αναγάγει την ισλαμιστική τρομοκρατία σε «υπ’ αριθμό έναν εχθρό» των Ηνωμένων Πολιτειων και των συμμάχων τους. Έκτοτε οι εντάσεις έχουν αυξηθεί, ιδιαίτερα με το Ιράν, τη Ρωσία και κυρίως την Κίνα. Ο Σεθ Τζόουνς το παραδέχεται, «οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αλλάξει τις προτεραιότητές τους» και ανησυχούν, όπως και άλλες δυτικές πρωτεύουσες, για την κινεζική απειλή. «Υπάρχει μια τεράστια συζήτηση στους κόλπους της κοινότητας των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών για το αν πρέπει ή όχι να συνεχίσουμε να απομακρυνόμαστε από την αντιτρομοκρατία».

Όμως άλλες απειλές κάνουν την εμφάνισή τους. «Ασφαλώς ούτε η Αλ Κάιντα ούτε το Ισλαμικό Κράτος δεν φαίνεται να έχουν τα μέσα για να πλήξουν άμεσα στη Δύση με μια μαζική επίθεση, όπως είχε γίνει με τις επιθέσεις του Παρισιού στις 13 Νοεμβρίου 2015. Όμως οι αστυνομικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες πληροφοριών έχουν ξεπεραστεί από τους «μοναχικούς λύκους» και άλλους απομονωμένους μαχητές, που μερικές φορές έχουν γεννηθεί στη χώρα την οποία πλήττουν, συχνά έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί στο Ίντερνετ και σκοτώνουν στα τυφλά, στο όνομα του ενός ή του άλλου, με ένα μαχαίρι, ένα πυροβόλο όπλο, ένα φορτηγό.

Είκοσι χρόνια μετά, η τζιχαντιστική απειλή δεν έχει συνεπώς ουδόλως ηττηθεί, αλλά έχει μεταλλαχθεί. Η αποτελεσματικότητά της βρήκε μάλιστα μιμητές στους χώρους των υποστηρικτών της «λευκής υπεροχής» και του δεξιού εξτρεμισμού.  Πρόκειται ασφαλώς για την πρόκληση των ερχόμενων ετών, φοβάται ο Ασάφ Μογαντάμ. «Υπάρχει ένας βαθμός ανοχής και συμπάθειας στη Δύση για τις ιδέες της Άκρας Δεξιάς», διαπιστώνει. «Αυτές αντλούν πολύ από τον εθνικισμό, ο οποίος είναι μια ισχυρή ιδεολογία εδώ και ενάμιση αιώνα».

11η Σεπτεμβρίου – 20 χρόνια μετά

Πριν 20 χρόνια, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, οι ΗΠΑ έγιναν στόχος μιας συντονισμένης και καλά προετοιμασμένης επίθεσης από την τζιχαντιστική οργάνωση Αλ Κάιντα, η οποία έπληξε τους Δίδυμους Πύργους του World Trade Center στη Νέα Υόρκη και το Πεντάγωνο.

Οι τρομοκρατικές αυτές επιθέσεις, οι πιο αιματηρές της Ιστορίας με σχεδόν 3.000 νεκρούς, εξαπολύθηκαν από 19 αεροπειρατές οι οποίοι κατέλαβαν τέσσερα αεροπλάνα της γραμμής που είχαν αναχωρήσει από την ανατολική ακτή των ΗΠΑ –Βοστόνη, Ουάσινγκτον και Νιούαρκ—με προορισμό την Καλιφόρνια.

Δύο αεροπλάνα έπεσαν διαδοχικά πάνω στους Δίδυμους Πύργους, οι οποίοι κατέρρευσαν σε λιγότερο από δύο ώρες, και ένα τρίτο έπληξε το Πεντάγωνο. Το τέταρτο αεροπλάνο, το οποίο φέρεται να είχε στόχο το Καπιτώλιο -έδρα του Κογκρέσου- ή τον Λευκό Οίκο, κατέπεσε σε δασώδη περιοχή στο Σάνκσβιλ της Πενσιλβάνια, αφού οι επιβάτες κατάφεραν να το θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Κανένας από τους επιβαίνοντες στα τέσσερα αυτά αεροπλάνα δεν επέζησε.

Ακολουθεί ένα χρονολόγιο των γεγονότων της ημέρας.

8:46: Η πτήση 11 των American Airlines, ένα Boeing 767 που αναχώρησε από τη Βοστόνη με προορισμό το Λος Άντζελες με 92 επιβαίνοντες, εκ των οποίων πέντε αεροπειρατές, έπεσε πάνω στον βόρειο πύργο του World Trade Center. Προκάλεσε ένα τεράστιο ρήγμα στους πάνω ορόφους που τυλίχθηκαν στις φλόγες.

9:03: Η πτήση 175 της United Airlines, επίσης ένα Boeing 767 που πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Βοστόνη – Λος Άντζελες με 65 επιβαίνοντες, ανάμεσά τους πέντε αεροπειρατές, έπεσε στους πάνω ορόφους του νότιου πύργου.

9:05, Σαρασότα, Φλόριντα: Ο Πρόεδρος Τζορτζ Ου. Μπους είχε αρχίσει να διαβάζει μια ιστορία στους μαθητές ενός δημοτικού σχολείου: «Ένα δεύτερο αεροπλάνο έπεσε στον δεύτερο πύργο. Η Αμερική δέχεται επίθεση», του ψιθύρισε στο αφτί του ο προσωπάρχης του.

9:25: Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (FAA) ανακοίνωσε το κλείσιμο του εναέριου χώρου των ΗΠΑ και απαγόρευσε τις απογειώσεις όλων των αεροσκαφών.

9:30: Ο Πρόεδρος Μπους δήλωσε στους μαθητές ότι επιστρέφει στην Ουάσινγκτον λόγω «μιας πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης».

9:37: Η πτήση 77 της American Airlines, ένα Boeing 757 που αναχώρησε από την Ουάσινγκτον με προορισμό το Σαν Φρανσίσκο με 64 επιβαίνοντες, εκ των οποίων πέντε αεροπειρατές, έπεσε στη δυτική πλευρά του Πενταγώνου.

9:42: Η FAA ζήτησε από όλα τα αεροσκάφη που βρίσκονταν εν πτήσει να προσγειωθούν το συντομότερο δυνατό.

9:59: Ο νότιος πύργος του World Τrade Center κατέρρευσε σε ένα σύννεφο φωτιάς, σκόνης και ατσαλιού. Η κατάρρευση είναι τόσο βίαιη που ποτέ δεν εντοπίστηκε κάποιο ίχνος από το DNA των εκατοντάδων ανθρώπων που βρίσκονταν στον πύργο.

10:03, Σάνκσβιλ Πενσιλβάνια: Η πτήση 93 της United Airlines, που είχε αναχωρήσει από το αεροδρόμιο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ με προορισμό το Σαν Φρανσίσκο με 44 επιβαίνοντες, ανάμεσά τους 4 αεροπειρατές, συνετρίβη σε δασώδη περιοχή στο Σάνκσβιλ, στο δυτικό τμήμα της Πενσιλβάνια. Κάποιοι από τους επιβαίνοντες, που είχαν ενημερωθεί για το τι είχε συμβεί στη Νέα Υόρκη, αντιστάθηκαν στους αεροπειρατές.

10:28: Ο βόρειος πύργος του World Trade Center κατέρρευσε 102 λεπτά αφού έπεσε πάνω του το αεροπλάνο. Το νότιο τμήμα του Μανχάταν καλύφθηκε από ένα νέφος από τέφρα και συντρίμμια.

13:04, Λουιζιάνα: Ο Πρόεδρος Μπους, που έχει καταφύγει στην αεροπορική βάση Μπάρκντεϊλ, έθεσε τις ένοπλες δυνάμεις σε «κατάσταση ύψιστου συναγερμού» και δεσμεύθηκε «να κυνηγήσει και να τιμωρήσει τους δειλούς δράστες» των επιθέσεων. Ο Πρόεδρος στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην αεροπορική βάση Όφουτ της Νεμπράσκα, προτού επιστρέψει στον Λευκό Οίκο το βράδυ.

13:27, Ουάσινγκτον: Ο δήμαρχος Άντονι Ουίλιαμς κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα.

20:30: Ο Πρόεδρος Μπους απευθύνθηκε στους Αμερικάνους και κατήγγειλε τις «υπολογισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις». Ο Αμερικανός Πρόεδρος δεσμεύθηκε να εντοπίσει τους υπεύθυνους, ενώ προειδοποίησε ότι η Ουάσινγκτον «δεν θα κάνει διακρίσεις» μεταξύ των τρομοκρατών και αυτών που τους προστατεύουν.        

ΑΠΕ-ΜΠΕ-AFP