Του David Fickling

Εάν περιμένατε ότι η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν θα επέστρεφε απλώς στην “πεπατημένη” σε ζητήματα διεθνούς εμπορίου, μετά το σήριαλ των δασμών της εποχής Τραμπ και τη διπλωματία των tweet, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν έχει άλλη άποψη.

Κι αυτό γιατί τα σχέδιά της, τα οποία ανακοινώθηκαν τη Δευτέρα και περιλαμβάνουν έναν παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φορολογικό συντελεστή, αντιπροσωπεύουν ένα τόσο μεγάλο σοκ για τη διεθνή οικονομική τάξη πραγμάτων, όσο τουλάχιστον και η απόφαση του Τραμπ να αρχίσει εμπορικές “εχθροπραξίες” με την Κίνα.

Παραγωγή στην Κίνα, φορολογία… στις Παρθένες Νήσους

Τα δύο φαινόμενα συνδέονται ως εξίσου θεμελιώδεις πτυχές της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας. Οι εταιρείες έχουν μειώσει τα λειτουργικά έξοδα στο επάνω μέρος των εκθέσεων των αποτελεσμάτων τους, στέλνοντας το μεταποιητικό τμήμα της δραστηριότητας στην Κίνα και σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες, όπου το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο. Στο κάτω μέρος των δηλώσεων αποτελέσμάτων τους, έχουν κάνει το ίδιο με τα φορολογικά έξοδα, εκχωρώντας τα κέρδη τους σε δικαιοδοσίες χαμηλής φορολογίας, όπως οι Βερμούδες, οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, τα Νησιά Κέιμαν, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Σιγκαπούρη και η Ελβετία .

Ένα σημαντικό κομμάτι της κερδοφορίας της σύγχρονης πολυεθνικής εταιρείας εξαρτάται από αυτές τις δύο κινήσεις. Όπως έχουμε γράψει, περίπου το ένα τρίτο των άμεσων ξένων επενδύσεων κατά τη δεκαετία έως το 2018 πέρασε από μόλις επτά υπεράκτια κέντρα που χρησιμοποιούνται ως οχήματα για  ελαχιστοποίηση των φόρων.

Οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες της Ιρλανδίας, σύμφωνα με την ετήσια κατάταξη από τους Irish Times, είναι οι τοπικοί βραχίονες των Apple, Alphabet, Facebook και Microsoft. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας έως το 2019, μόνο οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι και τα Νησιά Κέιμαν – με συνολικό πληθυσμό περίπου 100.000 ατόμων, αν αθροιστούν – έλαβαν περίπου 76 σεντς εισροών ξένων επενδύσεων για κάθε δολάριο που πήγαινε στην Κίνα.

 

Το μεγαλύτερο μέρος των ξένων επενδύσεων γίνεται στους φορολογικούς “παραδείσους”

Αυτές οι “επενδύσεις” έρχονταν περισσότερο με τη μορφή της αλλαγής φορολογικής έδρας ήδη υπαρχουσών εταιρειών και της εκχώρησης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, παρά με την πραγματική ίδρυση γνήσια νέων επιχειρήσεων. Παρόλα αυτά, έχουν δημιουργήσει σημαντική διαφοροποίηση στα εταιρικά κέρδη, καθώς και στα έσοδα τα οποία μπορούν να εισπράξουν οι κυβερνήσεις από τη φορολόγηση αυτών των εσόδων.

Τα κράτη θα κέρδιζαν περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως εάν εισάγοντο μεταρρυθμίσεις για τη μείωση τέτοιων δραστηριοτήτων, σύμφωνα με μελέτη του 2020 από τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Άλλες εκτιμήσεις είναι ακόμη υψηλότερες: μια επιδραστικότατη μελέτη του 2018 υπολόγισε τις απώλειες στο 10% των περίπου 2,15 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρικούς φόρους οι οποίοι καταβάλλονται παγκοσμίως, ενώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό αυξάνεται στο 20%.

Όλοι… μειώνουν τον συντελεστή

Η Γέλεν δεν είναι η πρώτη που προτείνει την καταστολή αυτής της συμπεριφοράς. Πράγματι, η αντιμετώπιση αυτής της δραστηριότητας αποτέλεσε σημαντικό θέμα συζύτησης σε διεθνή κλαμπ όπως το G20 και ο ΟΟΣΑ από τα πρώτα χρόνια μετά την χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2008, όταν θεωρήθηκε ως σημαντικός συντελεστής στην επιδείνωση των κρατικών προϋπολογισμών μετά την κρίση.

Το να πούμε ότι αυτές οι προσπάθειες δεν κατέληξαν πουθενά θα ήταν μια υπερβολική υποτίμηση. Πράγματι, ενώ οι ιδέες κυκλοφορούσαν άκαρπα σε διεθνή φόρα, η πραγματική ανάληψη δράσης κατά την τελευταία δεκαετία ήταν ο τρόπος που οι κυβερνήσεις εγκατέλειψαν τις προσπάθειες να αποτρέψουν τη διαρροή εταιρικών κερδών και το πώς στράφηκαν στη μείωση των δικών τους φορολογικών συντελεστών.

Από τις 37 χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ, οι 24 έχουν μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές τους από το 2008. Μόνον επτά τούς έχουν αυξήσει.

 

Οι εταιρικοί φορολογικοί συντελεστές 25 εκ των 37 χωρών του ΟΟΣΑ το 2008 και το 2020

Κατά μία έννοια, αυτό παρέχει μια έστω και μερική λύση στο πρόβλημα. Εάν μπορεί κανείς να μειώσει τους δικούς του φορολογικούς συντελεστές χαμηλότερα από εκείνους, για παράδειγμα, της Ελβετίας (όπως έκανε, λόγου χάρη, το Ηνωμένο Βασίλειο), καταργεί το μεγαλύτερο μέρος του κινήτρου για τις πολυεθνικές να μεταφέρουν τα κέρδη τους εκεί.

Το πρόβλημα είναι ότι, με την Ιρλανδία στο 12,5% και “καλοθελητές” τύπου Νήσων Κέιμαν και Βρετανικών Παρθένων Νήσων να μην φορολογούν καθόλου τα εταιρικά κέρδη, πρόκειται για έναν καθοδικό σπιράλ προς τον “μηδέν”, που οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών μπορούν να κερδίσουν μόνο μειώνοντας δραστικά τις κρατικές δαπάνες ή μετατοπίζοντας όλο και περισσότερο το φορολογικό βάρος στους ώμους των ψηφοφόρων της μεσαίας και της εργατικής τάξης.

Οι ΗΠΑ έχουν τη δύναμη να επιβάλουν τη θέλησή τους

Η Γέλεν έχει δίκιο να προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα, ωστόσο οι προκλήσεις προκειμένου να γίνει το οτιδήποτε παραμένουν σημαντικές. Μεγάλες εταιρείες και εταιρικά λόμπι βρίσκουν πολύ πιο δύσκολο να διαπραγματεύονται με την Κίνα παρά με τις Βερμούδες, την Ολλανδία και τη Σιγκαπούρη – αλλά ακόμη και εκεί, ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ με το Πεκίνο προκάλεσε σημαντικό πισωγύρισμα.

Οι πλουσιότεροι εταιρικοί δωρητές σε κάθε ανεπτυγμένη οικονομία κερδίζουν τεράστια ποσά από την απο την παγκόσμια συλλογική αποτυχία σε αυτό το ζήτημα. Θα είναι δύσκολο να ενσωματωθούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο παγκόσμιων κανόνων και οι χώρες-φορολογικοί παράδεισοι, δεδομένου του πόσο θεμελιώδεις είναι οι στρατηγικές ελαχιστοποίησης της φορολογίας για τις οικονομίες τους.

Η Αμερική έχει αρκετή ισχύ ώστε να πετύχει να γίνει το δικό της σε διάφορα επίπεδα στις διεθνείς χρηματοοικονομικές υποθέσεις. Κάθε χώρα στον κόσμο τηρεί, θέλοντας ή μη, τις κυρώσεις των ΗΠΑ, ανεξάρτητα από τους κανόνες που ισχύουν στην ίδια τη χώρα, χάρη στον τρόπο με τον οποίο το δολάριο έχει καταστεί όπλο από διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις την τελευταία δεκαετία.

Η επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ  Κάρλι Λαμ, στην οποία οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις, λαμβάνει τον μισθό της σε μετρητά, καθώς ακόμη και οι κινεζικές τράπεζες στην κινεζική αυτόνομη πόλη-κράτος δεν διακινδυνεύουν να βρεθούν να παραβιάζουν κυρώσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Εάν υπάρχει πραγματική βούληση για καταστολή της ελαχιστοποίησης των φόρων, αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση του Μπάιντεν θα βρει πιθανότατα τον τρόπο να την κάνει πράξη. Οι αποτυχημένες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της τελευταίας δεκαετίας, ωστόσο, δίνουν λόγο για αμφιβολίες ως προς το ότι μια αλλαγή βρίσκεται πράγματι σε εξέλιξη.

Παρ’ όλη τη ρητορική η οποία εκπορεύεται από την Ουάσιγκτον, οι εταιρικοί φορολογικοί συντελεστές το 2030 είναι πιθανότερο να είναι χαμηλότεροι σε σχέση με σήμερα, παρά υψηλότεροι.

Πηγή: Bloomberg