«Ο καλλιτέχνης δεν είναι ένας χομπίστας που τρέφεται με τη δημιουργία. Είναι ένας επαγγελματίας του οποίου το έργο και η προσφορά  πρέπει να αναγνωρίζεται, όχι μόνον αισθητικά και πνευματικά αλλά και με όρους οικονομικής στήριξης» αναφέρουν τρεις σύνδεσμοι καλλιτεχνών, οι Κύπριοι Χαράκτες, το ΕΚΑΤΕ και ο Σύνδεσμος Εικαστικών Καλλιτεχνών και Θεωρητικών Τέχνης – Φυτώριο, με αφορμή το νομοσχέδιο για το καθεστώς του καλλιτέχνη που ετοιμάζει το υπουργείο Παιδείας.

Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια ένα παλιό πρόβλημα που αφορά την καλλιτεχνική κοινότητα: Την απουσία νομοθετικού πλαισίου που να καθορίζει το καθεστώς του καλλιτέχνη. Έπειτα από τις έντονες αντιδράσεις των καλλιτεχνών, το υπουργείο Παιδείας προχώρησε στην ετοιμασία νομοσχεδίου το οποίο αναμένεται να κατατεθεί σύντομα ενώπιον της Βουλής.

Ωστόσο, σε πρόσφατες δηλώσεις του ο αρμόδιος υπουργός Πρόδρομος Προδρόμου ανέφερε ότι το νομοσχέδιο δεν θα ρυθμίζει και το θέμα των κοινωνικών ασφαλίσεων, το οποίο είναι ένα από τα βασικά αιτήματα των καλλιτεχνών. Τρεις σύνδεσμοί τους, οι Κύπριοι Χαράκτες, το ΕΚΑΤΕ και ο Σύνδεσμος Εικαστικών Καλλιτεχνών και Θεωρητικών Τέχνης – Φυτώριο, παραθέτουν τις απόψεις τους για τη σημασία του νομοσχεδίου και την αναγκαιότητα της συμβολής του κράτους στις κοινωνικές ασφαλίσεις των αυτοεργοδοτούμενων καλλιτεχνών.

● Ο πρόεδρος των Κυπρίων Χαρακτών Ευκλείδης Παπαδόπουλος επισημαίνει ότι το νομοσχέδιο καλύπτει ένα τεράστιο κενό στην κυπριακή νομοθεσία, αυτό της επαγγελματικής και κοινωνικής κατοχύρωσης των καλλιτεχνών, αναγνωρίζοντας πλέον νομικά την ύπαρξη της μεγάλης αυτής οικογένειας της κοινωνίας. «Μέσα από αυτό το νομοσχέδιο, καθορίζεται και η έννοια καλλιτέχνης, ορίζονται δηλαδή οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο ενδιαφερόμενος για να του αποδοθεί το καθεστώς του καλλιτέχνη, καθώς και το δικαίωμά του στην εργασία, ισόνομα και αξιοπρεπώς. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζοντας την οικονομική επισφάλεια που αντιμετωπίζουν οι αυτοεργοδοτούμενοι καλλιτέχνες, η πολιτεία προνοεί, με την οικονομική της συνδρομή, για μια αξιοπρεπή πρόσβαση των καλλιτεχνών αυτών στις υπηρεσίες Κοινωνικής Ασφάλισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αφού οι ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος του καλλιτέχνη οδηγούν σε έντονες εισοδηματικές διακυμάνσεις. Ένα ευρωπαϊκό κράτος, ένα κράτος δικαίου, δεν μπορεί να παραβλέπει αυτή την παράμετρο».

Η σημασία του νομοσχεδίου είναι τεράστια, τονίζει ο Ευκλείδης Παπαδόπουλος. «Με βάση τη νομοθεσία και τα συγκεκριμένα κριτήρια, θα αναγνωρίζεται η ιδιότητα -το “στάτους”  όπως πιο συχνά το ονομάζουμε-, σε έναν έκαστο καλλιτέχνη. Θα καθορίζεται και θα προστατεύεται το επάγγελμα των δημιουργών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στον χώρο των αρχιτεκτόνων αλλά και αλλού. Είναι απαραίτητο να εξαλειφθεί η ξεπερασμένη αντίληψη ότι ο καλλιτέχνης είναι ένας χομπίστας που τρέφεται με τη δημιουργία. Ο καλλιτέχνης είναι ένας επαγγελματίας όπως πολλοί άλλοι, του οποίου το έργο και η προσφορά πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται, όχι μόνον αισθητικά και πνευματικά αλλά και με όρους οικονομικής στήριξης. Σημαντική είναι, όπως έχει προαναφερθεί, και η ρύθμιση, μέσω του νόμου, της συμβολής του κράτους στις κοινωνικές ασφαλίσεις των αυτοεργοδοτούμενων καλλιτεχνών».

Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις του υπουργού, ότι στο νομοσχέδιο δεν θα περιλαμβάνεται το θέμα των κοινωνικών ασφαλίσεων, ο κ. Παπαδόπουλος σχολιάζει: «Όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, η απουσία πρόνοιας για ρύθμιση του ζητήματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στον γενικό νόμο τον οποίο προωθεί το υπουργείο, ουδέποτε συμφωνήθηκε με οποιονδήποτε φορέα με τον οποίο είναι σε διαβούλευση το υπουργείο για το νομοσχέδιο. Ούτε όμως στην ειδική επιτροπή που συστάθηκε με τη συμμετοχή εκπροσώπων από όλες τις μορφές τέχνης συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο. Πρόκειται για μια μονομερή απόφαση, η οποία ουσιαστικά μετατρέπει το πολυπόθητο νομοσχέδιο σε ένα ημίμετρο, αφήνοντας όλες τις πολύχρονες προσπάθειές μας να αιωρούνται και τους  αυτοεργοδοτούμενους καλλιτέχνες σε μόνιμο καθεστώς επισφάλειας, με ορατό το ενδεχόμενο έκθεσής τους σε καταστάσεις εξαθλίωσης κατά την τρίτη ηλικία».  

● Η πρόεδρος του ΕΚΑΤΕ Κατίνα Κώστα υποστηρίζει πως η πρόταση νόμου έχει διαμορφωθεί χωρίς τη συμμετοχή των εικαστικών φορέων ή την τελική σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεσή τους. «Βρίσκουμε τη φιλοσοφία και τη βάση του σχετικού νόμου προσβλητική, όχι μόνο για την αξιοπρέπεια και το κύρος του κάθε εικαστικού καλλιτέχνη, αλλά και για την υπόσταση και σκοπό ύπαρξης των υφιστάμενων συνδέσμων και οργανισμών». 

Οι καλλιτέχνες στην τεράστια πλειονότητά τους δεν ονομάζονται ούτε ως «Επαγγελματίες Καλλιτέχνες» ούτε «Αυτοεργοδοτούμενοι Καλλιτέχνες», αναφέρει η κ. Κώστα. «Τα μέλη μας είναι «Προσοντούχοι Καλλιτέχνες» με τίτλους σπουδών αναγνωρισμένους από το ΚΥΣΑΤΣ, όπως άλλωστε αναγνωρίζονται και όλες οι άλλες ειδικότητες: Μαθηματικοί, Φυσικοί, Φιλόλογοι κ.ο.κ. Αυτοί οι τίτλοι σπουδών διασφαλίζουν την εγκυρότητα της ιδιότητας και ειδικότητας του κάθε πολίτη. Δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί η δική μας ιδιότητα και ειδικότητα να μετατρέπεται σε αντικείμενο κρίσης ή αξιολόγησης από άλλα σώματα. Ελάχιστοι είναι οι εικαστικοί καλλιτέχνες στην Κύπρο, ή και σε άλλες χώρες, που μπορούν να επιβιώσουν στηριζόμενοι στο προϊόν της δημιουργίας τους. Την επιβίωση την εξασφαλίζουν κατά κύριο λόγο ασκώντας έργο εκπαιδευτικού στη δημόσια ή ιδιωτική εκπαίδευση, ή και εργαζόμενοι σε ό,τι άλλο μπορούν να βρουν. Είναι μέσα από αυτές τις συνθήκες επιβίωσης που οι εικαστικοί καλλιτέχνες βρίσκουν και αφιερώνουν τον χρόνο που χρειάζεται για να ετοιμάσουν και να εκθέσουν τις δημιουργίες τους, με πιο συχνό αποτέλεσμα την οικονομική επιβάρυνση εξόδων που δεν καλύπτονται από πωλήσεις του έργου τους. Ο προτεινόμενος νόμος με κανένα τρόπο δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικότητες και τις ανάγκες του κλάδου μας, και επιμένουμε ότι είναι εχθρικός απέναντι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά μας».

Η πρόεδρος του ΕΚΑΤΕ θίγει επίσης το θέμα της νομικής αναγνώρισης του Επιμελητηρίου. «Από το 2005 εκκρεμεί η απόφαση της Επιτροπής Παιδείας της Βουλής, προεδρευόμενης τότε από τον κ. Τορναρίτη, για ταχεία προώθηση της ίδρυσης Επιμελητηρίου ως “νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου”. Την οδηγία του θέματος προώθησαν στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες διαδοχικά και οι τέσσερις υπουργοί Παιδείας  που ακολούθησαν. Η νομοθεσία ενός Επιμελητηρίου θα συσπειρώνει όλους τους εικαστικούς και θα ενδυναμώνει τη φωνή μας, ενώ ταυτόχρονα θα παρακολουθεί την εφαρμογή της νομοθεσίας του καθεστώτος του καλλιτέχνη». Όσον αφορά τις ανάγκες άλλων κλάδων, την ιδιότητα και τα δικαιώματά τους, το ΕΚΑΤΕ εισηγείται ότι μπορεί να ακολουθηθεί η ίδια αρχή, με την ίδρυση και στήριξη αντίστοιχων νομικών προσώπων.

«Μέσα από μια τέτοια προσέγγιση θα αυξηθεί το κύρος και η αξιοπρέπεια όλων των καλλιτεχνών οι οποίοι θα έχουν ανεξαρτησία και ελευθερία να καθορίζουν και να χειρίζονται τα θέματά τους χωρίς το φόβο της οποιασδήποτε παρέμβασης για να δημιουργηθούν οι συνθήκες  μιας πιο δημοκρατικής πολιτιστικής πολιτικής. Η ίδρυση ισχυρών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου θα διευκολύνει στον μέγιστο βαθμό την αναβάθμιση του επιπέδου και της αξίας κάθε τομέα της Τέχνης και θα καταστήσει τη σχέση ανάμεσα στους ίδιους τους καλλιτέχνες, αλλά και των καλλιτεχνών με το κράτος, πιο αποδοτική και ωφέλιμη ως προς τον κοινό στόχο της προόδου του πολιτισμού μας. Με άλλα λόγια, τα Επιμελητήρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν τους κύριους συνεργάτες του υφυπουργείου Πολιτισμού». 

Η κ. Κώστα υποστηρίζει ότι «είναι αδιανόητο να συζητείται προώθηση του καθεστώτος του καλλιτέχνη χωρίς αυτό να περιλαμβάνει θέματα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (κοινωνικών εισφορών και παροχών). Πρωτίστως θα πρέπει να γίνει μία σοβαρή μελέτη, όχι βεβιασμένη, για το ποιο μοντέλο θα ακολουθηθεί».

● Η Μαρία Λοϊζίδου, πρόεδρος του Συνδέσμου Εικαστικών Καλλιτεχνών και Θεωρητικών Τέχνης – Φυτώριο, υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο για το καθεστώς του καλλιτέχνη θα πρέπει να καλύπτει όλα τα θέματα που συζητούνται εδώ και μια 20ετία από την καλλιτεχνική κοινότητα και άπτονται κυρίως της ένταξης των καλλιτεχνών  στις παροχές των κοινωνικών προνοιών του κράτους στο οποίο ανήκουν. 

«Για την καλλιτεχνική κοινότητα το νομοσχέδιο σημαίνει «την αναγνώριση της επαγγελματικής υπόστασης των ανθρώπων που συμβάλλουν στη συντήρηση και εξέλιξη του πολιτισμού του τόπου» σημειώνει η κ. Λοϊζίδου. Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις του υπουργού ότι το νομοσχέδιο δεν θα περιλαμβάνει το θέμα των κοινωνικών ασφαλίσεων, υποστηρίζει: «Η παραδοχή ότι κατανοούν τους καλλιτέχνες ως ερασιτέχνες και τη μουσική, τα εικαστικά, το θέατρο, τον χορό, τον κινηματογράφο κ.λπ.  ως πάρεργα, είναι εξαιρετικά προσβλητική τόσο για τον ίδιο τον υπουργό όσο και για την κυβέρνηση την οποία αντιπροσωπεύει».

Φιλελεύθερα, 21.4.2021.