Το ερώτημα του διαφημιστικού σποτ, που δείχνει μια σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας με σβησμένη την έκταση που καταλαμβάνουν τα κατεχόμενα και οι Βρετανικές Βάσεις, είναι όντως βασανιστικό. Και βεβαίως μισό αιώνα μετά την τραγωδία συμφωνούμε μεταξύ μας για τους κινδύνους που εγκυμονεί η μη επίλυση του Κυπριακού. 

H διαφήμιση είναι δημιούργημα της πρωτοβουλίας «Μία Κύπρος», η οποία απευθύνει «Έκκληση για Λύση Επανένωσης της Κύπρου» και υποστηρίζει μεταξύ άλλων τα εξής: «Έχοντας επίγνωση των σοβαρών κινδύνων που απειλούν το μέλλον της Ελληνοκυπριακής κοινότητας και την Κύπρο ολόκληρη, μια ομάδα πολιτών έχει συντάξει Επιστολή-Έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την οποία καλείται να πράξει ό,τι χρειάζεται για να διασφαλισθεί η θετική εξέλιξη της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού, στη βάση της Συναντίληψης που επιτεύχθηκε με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη στο Βερολίνο την 25η Νοεμβρίου 2019, παρόντος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών». 

Την πρωτοβουλία στηρίζουν αρκετές προσωπικότητες, όπως ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γ. Βασιλείου, ο πρώην ΥΠΕΞ Ι. Κασουλίδης, ο συνταγματολόγος Τ. Τσελεπής, ο Τ. Χατζηδημητρίου και ο Επίσκοπος Βασίλειος. Τη διακήρυξη υπογράφουν πολλοί πολίτες, επώνυμοι και μη, με αγάπη και έγνοια για τον τόπο. Τέτοιες πρωτοβουλίες δεν είναι καθόλου κακές, κάθε άλλο. Ο διάλογος ποτέ δεν έβλαψε. Μοναδική ένσταση είναι ότι όλη αυτή η πρωτοβουλία μάλλον θυμίζει καμπάνια του «ναι» του δημοψηφίσματος του 2004, από το οποίο μας χωρίζουν 17 ολόκληρα χρόνια συν μια μέρα. Τα δεδομένα της τότε εποχής είναι πολύ διαφορετικά από τα σημερινά. Ας αρχίσουμε από τα απλά: Στην εξουσία βρίσκεται ένας διαπρύσιος υποστηρικτής της λύσης ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ο οποίος είμαι βέβαιος ότι εάν δεν είχε τη θεσμική του ιδιότητα θα βρισκόταν ανάμεσα στους υπογράφοντες τη διακήρυξη. Συνεπώς, ας μας επιτραπεί να υποστηρίξουμε ότι η «έκκληση προς τον Πρόεδρο Αναστασιάδη να πράξει ό,τι χρειάζεται για να διασφαλισθεί η θετική εξέλιξη της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού», κινείται ανάμεσα στο αυτονόητο, την υπερβολή και την προσβολή. 

Ένα άλλο πολύ διαφορετικό δεδομένο που χωρίζει το σήμερα από το 2004 είναι το ευρύτερο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, τόσο στην Κύπρο και τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες πλευρές, όσο και διεθνώς και παγκοσμίως. Θυμίζουμε ότι όλη η στρατηγική της λύσης του Κυπριακού στηρίχθηκε στον καταλύτη της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και της παράλληλης έναρξης ενταξιακής διαδικασίας για την Τουρκία, κάτι που πλέον δεν υφίσταται. Η μεγαλύτερη όμως διαφορά, την οποία είμαι βέβαιος ότι αναγνωρίζουν όλοι οι πιο πάνω σεβαστοί κύριοι, είναι ο παράγοντας Ερντογάν, ο πάλαι ποτέ πολλά υποσχόμενος πολιτικός στον οποίο επένδυσαν όλοι ανεξαιρέτως οι πρωταγωνιστές της πρωτοβουλίας του 2004, από την Ευρώπη και την Αμερική μέχρι την Αθήνα και το Λονδίνο. Τίποτε από τα πιο πάνω δεν ισχύει. Το μόνο που θέλουμε να πιστεύουμε ότι παραμένει ίδιο είναι η αγάπη για την πατρίδα και η αγωνία για το αύριο, με τα οποία πιστώνουμε εκείνους που ανέλαβαν την πρωτοβουλία. 

Αλλά, όπως και να το κάνουμε, αν η λύση του Κυπριακού  ήταν στα χέρια του (όποιου) Προέδρου της Κύπρου, μέχρι τώρα θα την είχαμε βρει. Είμαι βέβαιος ότι ο Πρόεδρος Βασιλείου μπορεί να το επιβεβαιώσει. Το ίδιο και ο Ιωάννης Κασουλίδης, που έζησε τις προσπάθειες του μ. Κληρίδη και ο Τουμάζος Τσιελεπής, του μ. Δημήτρη Χριστόφια. Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, το μέλλον κι ας σταματήσουμε επιτέλους να διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας, με τα ίδια σποτάκια, τα ίδια επιχειρήματα, τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια διλήμματα. Ασφαλώς και δεν είναι αυτή την πατρίδα που θέλουμε, ούτε και αυτή τη σημαία. Αλλά, γιατί διερωτώμαστε μεταξύ μας; Και γιατί ζητούμε από τους δικούς μας τη λύση; Μήπως την κρατούμε και δεν το ξέρουμε;