Στην αρχή, ζητούσαμε το κεφάλι του καρδιοχειρουργού. «Δάσκαλε που δίδασκες», γράφαμε με στόμφο. Μετά έγιναν όλοι απείθαρχοι, ήθελαν να μας πεθάνουν. Έτσι τους παρουσιάζαμε. Λέγαμε και μεταξύ μας –με αφορμή ένα οικογενειακό τραπέζι– τα γνωστά πως «έτσι κκελλέ, έτσι ξιουράφι θέλει».
 
Μαθαίναμε για πάρτι αλλοδαπών στην Πάφο και αυτομαστιγωνόμασταν –«έτσι εν ο Κυπραίος, κουμπάρε, μουσιαμμάς». Ακούγαμε πεντέξι κροτίδες πριν το Πάσχα και απασφαλίζαμε τα πληκτρολόγια: «Πού είναι οι γονείς; Πού είναι η Αστυνομία να μαζέψει τους αλήτες;». Έτοιμοι για εμφύλιο.
 
Αμ δε. Λίγες μέρες μετά, το τροπάριο άλλαξε. Ξάφνου γίναμε χώρα-υπόδειγμα στην αντιμετώπιση της πανδημίας, καμαρώνοντας για τη στάση των πολιτών. «Πειθάρχησαν οι Κύπριοι» και έμειναν μερικοί που δεν υπακούν στα διατάγματα. Μερικοί, όμως, ήταν εξαρχής. Ωστόσο, προσβάλλει μερικούς μια ανυπόφορη μεμψιμοιρία και μια αβάστακτη διάθεση για «νουθεσίες», λες και ως διά μαγείας έγιναν όλοι τέλειοι πολίτες ή βασιλιάδες από τα πληκτρολόγιά τους. 
 
Στο διά ταύτα, ναι, ο λαός ήταν άξιος σύμμαχος των ειδικών στη μάχη κατά της πανδημίας. Οι πολίτες που σεμνά και υπομονετικά αντιμετώπισαν αυτό το κακό. Οι  υπόλοιποι, που μια ζωή οδύρονται επί πτωμάτων και αναζητούν ψεγάδια συνεχώς, ας κάνουν την αυτοκριτική τους. Ή ας γίνουν παρατηρητές της γειτονιάς τους.    
 
ΑΛ.ΜΙΧ.