Την τελευταία δεκαετία έχει εδραιωθεί για τα καλά στο πολιτικό σκηνικό η σχολή σκέψης των «δημιουργικών λύσεων» στα εθνικά θέματα. Πατώντας πάνω στην «κόπωση» του Κυπριακού και την πλήρη αποκάλυψη της ανηθικότητας του πολιτικού συστήματος που αντιμετώπιζε κυνικά τα εθνικά θέματα σαν πολιτικές μάρκες στη ρουλέτα της εξουσίας, ακούμε όλο και συχνότερα να αυτοδικαιώνονται οι «υπεύθυνες φωνές», φορείς συλλογικών παραισθήσεων. 
Φωνές, οι οποίες δυστυχώς κερδίζουν έδαφος σε μια μερίδα της κοινής γνώμης, η οποία αρκείται σε λογικοφανείς προσεγγίσεις βασισμένες (ξανά) στο συναίσθημα. Όπως κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν ξεδιάντροπα την εθνική τραγωδία του 1974 εξαργυρώνοντας πολιτικές καριέρες, έτσι και σήμερα επιστρατεύεται ξανά το συναίσθημα, μέσω της ελπίδας ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από τα «κουραστικά» εθνικά προβλήματα «για να πάμε μπροστά». Ένα «μπροστά» το οποίο όσο υποσχόμενο κι αν ακούγεται στερείται ρεαλισμού και αξιοπιστίας.
Από την εποχή του Κώστα Σημίτη έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της «δημιουργικής» πολιτικής σκέψης. Οι εκπρόσωποί της, όμως, κινούνται σταθερά σε δύο επίπεδα: από τη μια, υποβαθμίζουν κάθε τουρκική απειλή παρουσιάζοντας τη σαν πόνο παρανυχίδας και, από την άλλη, χρησιμοποιούν την απαξίωση ως μέσο για να ροκανίζουν τα ποδάρια κάθε προσπάθειας αναχαίτισης του επεκτατισμού της Άγκυρας.
Σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις του ως υπουργός Εξωτερικών, στη ΝΕΤ, ο Νίκος Δένδιας επιδόθηκε σε μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια υποβάθμισης της εισβολής από τουρκικά πλοία στην κυπριακή ΑΟΖ λέγοντας με το ανάλογο μειδίαμα: «Θα μαζέψουν λίγη λάσπη θα κάνουν τη βόλτα τους και θα φύγουν. (…) Αφήστε τους να πετάνε έναν σκασμό λεφτά να σκάβουν μες στις λάσπες, θα μπούμε εμείς σε καβγάδες για τέτοια αστεία πράγματα». 
Ακόμη πιο πρόσφατα, ο Άντρος Κυπριανού χλεύασε την προσφυγή της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έναντι των τουρκικών προκλήσεων, ενώ μας έχει συνηθίσει στην τακτική να «αδειάζει» τον Πρόεδρο πριν από κάθε νέο γύρο συνομιλιών για το Κυπριακό. Μαζί με τον Αβέρωφ Νεοφύτου, εξάλλου, έχουν υιοθετήσει τη θέση ότι «έχει κι η Τουρκία τα δίκια της» στην κυπριακή ΑΟΖ και δεν πρέπει να είμαστε αρνητικοί και αδιάλλακτοι στις απαιτήσεις της. 
Δεν είναι κακό να επιδιώκεις ειρήνη και ευημερία και να είσαι έτοιμος να κάνεις συμβιβασμούς για ένα καλύτερο μέλλον. Το κακό είναι να εθελοτυφλείς. Κακό και επικίνδυνο είναι να επιχειρείς ένα επιπόλαιο rebranding των εθνικών θεμάτων χωρίς να έχεις μετρήσει το κόστος και να στηρίζεις σ’ αυτό κρίσιμες και μη αναστρέψιμες πολιτικές αποφάσεις. Κακό είναι να βάζεις τρικλοποδιές σε κάθε βήμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας σου με την ψευδαίσθηση ότι αυτό θα εκτιμηθεί και θα φέρει αποτέλεσμα από τους εχθρούς της. 
Κακό είναι να βλέπεις δείχτες ανόδου και πολλά μηδενικά σε κοινά εμβάσματα, όταν ο συνομιλητής σου και υποψήφιος συνέταιρός σου σκαρώνει επεκτατικούς χάρτες με τα νησιά και τις θάλασσές σου ενταγμένα στη μεγάλη αυτοκρατορία που οραματίζεται. Κακό και επικίνδυνο είναι να στήνεις την εξωτερική πολιτική σου πάνω στο ρεφρέν του άσματος «λίγα ψίχουλα αγάπης σού γυρεύω» όταν το έχεις ήδη τραγουδήσει αμέτρητες φορές στο κατώφλι του και εκείνος, αφού καταβρόχθισε όλο το ψωμί, γλείφει και τα ψίχουλα μπροστά σου.