Philip Roth, 1933-2018. Το BBC μετέδωσε την είδηση του θανάτου του, από καρδιακή ανεπάρκεια, με τα λόγια «πέθανε ο συγγραφέας που σκανδάλισε τη μεσαία τάξη της Αμερικής». Στη διάρκεια μιας πολύ μακράς σταδιοδρομίας, ο Φίλιπ Ροθ μεταμφιέστηκε σε πολλά πράγματα –εκδοχές του εαυτού του, τα περισσότερα– γυρεύοντας απαντήσεις σε αγωνιώδη ερωτήματά του, όπως τι σημαίνει να είσαι Αμερικανός, Εβραίος, συγγραφέας και άνδρας, γράφει η New York Times στη νεκρολογία της για αυτόν τον «λογοτεχνικό γίγαντα», όπως πολλοί τον αποκαλούν. 
  Όλοι εμείς, του κύκλου που κάθε βράδυ τους παίρνει ο ύπνος με ένα βιβλίο να πέφτει στο πάτωμα ή στο κρεβάτι, ξοδέψαμε τη χθεσινή μέρα μιλώντας για αυτόν στις ιντερνετικές μας πλατφόρμες.
  «Να σου πω, εμένα μου άρεσαν περισσότερο τα ιστορικά του (Ειδύλλιο, Κομμουνιστής, Στίγμα και η Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής). Στα πιο προσωπικά του που έβγαζε όλες του τις ανασφάλειες με κούραζε -αλλά σε αυτά ήταν τελικά που ήταν μαέστρος του λόγου και των εννοιών», μου έγραψε ο Πάνος, που ήξερε ότι σ’ αυτά τα «προσωπικά του» είχα κολλήσει και εγώ. 
  «Και μένα με ενθουσίασε το Παντρεύτηκα έναν Κομμουνιστή, το Αντίο Κολόμπους, το Αμερικανικό Ειδύλλιο και το Ανθρώπινο Στίγμα. Αυτός, παιδί μου, δεν έγραφε. Έσκαβε! Έτσι ένιωθα πάντα, σε κάθε σχεδόν σελίδα που γύριζα. Η πρώτη εντύπωση, ό,τι κι αν διάβαζα, ήταν “αυτός είναι ατρόμητος”, ακόμα και “άτρωτος”. Και σχεδόν αμέσως μετά, καταλάβαινα πως ήταν το αντίθετο: φοβισμένος, αναθεωρητικός, ευάλωτος και ευαίσθητος. Έτσι που τελικά, κατάλαβα ότι δεν έσκαβε μόνο για να διεισδύσει, να βρει και να αποκαλύψει, αλλά κυρίως για να φυτέψει κάτι άλλο. Δικό του», απάντησα.
  Κι έτσι, πέρασε η ώρα που λέτε. Ώσπου συνειδητοποίησα αργά το απόγευμα ότι δεν είχα γράψει τίποτα για τη στήλη! Ή μήπως την έγραψες κιόλας, με τόσο έτοιμο υλικό από τις κουβέντες μας, επενέβη η Αναστασία. Και είχε δίκιο. Ιδού η στήλη. Ιδού ο μέγας Φίλιπ Ροθ!

Δείγμα Γραφής
«Ήταν χαράματα Τετάρτης όταν μπήκε στο νοσοκομείο για την εγχείρηση στη δεξιά καρωτίδα του. Επαναλήφθηκε ακριβώς η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί και για την επέμβαση στην αριστερή. Περίμενε τη σειρά του στον προθάλαμο μαζί με όλους που ήταν γραμμένοι στο ημερήσιο πρόγραμμα, ώσπου κάλεσαν τ’ όνομά του, κι εκείνος, μέσα στη διάφανη ρόμπα και τις χάρτινες παντόφλες, συνοδεύτηκε από μια νοσοκόμα στο χειρουργείο. Τη φορά αυτή, όταν ο μασκοφόρος αναισθησιολόγος τον ρώτησε αν ήθελε γενική ή τοπική αναισθησία, ζήτησε γενική, ώστε η εγχείρηση να είναι πιο υποφερτή απ’ ό,τι ήταν την πρώτη φορά. 
Τα λόγια που του είχαν πει τα οστά τον έκαναν να νιώθει ανάλαφρος και άφθαρτος· το ίδιο και η σκληρά κερδισμένη καθυπόταξη των πιο ζοφερών του σκέψεων. Τίποτα δεν μπορούσε να εκμηδενίσει τη ζωτικότητα αυτού του παιδιού που, κάποτε, η μικρή λεπτή τορπίλη του ανέπαφου κορμιού του καβαλούσε τα κύματα του Ατλαντικού από εκατό μέτρα στα βαθιά ώς έξω, στην ακτή. Ω, τι ωραία που αφηνόταν, τι ωραία η μυρωδιά του αλμυρού νερού και του ζεματιστού ήλιου! Φως του ήλιου, σκέφτηκε, που έλουζε τα πάντα, που όλο το καλοκαίρι, μέρα με τη μέρα, πυρπολούσε μια ολοζώντανη θάλασσα, έναν οπτικό θησαυρό τόσο αχανή και μονάκριβο που ήταν θαρρείς και, μέσα απ’ τον φακό με τα χαραγμένα αρχικά του πατέρα του, κοίταζε τον ίδιο τον πλανήτη, τον τέλειο, ανεκτίμητο πλανήτη μες στο σπίτι του, τον ενός δισεκατομμυρίου, ενός τρισεκατομμυρίου, ενός τετράκις εκατομμυρίου καρατίων πλανήτη Γη! Καταδύθηκε νιώθοντας κάθε άλλο παρά ισοπεδωμένος, κάθε άλλο παρά προγραμμένος, λαχταρώντας ξανά την πλήρωσή του· κι όμως, δεν ξύπνησε ποτέ. Ανακοπή. Δεν ήταν πια, είχε απελευθερωθεί από το είναι, είχε μπει στην ανυπαρξία χωρίς καν να το καταλάβει –όπως ακριβώς το φοβόταν από την αρχή».
[Ο επίλογος από το μυθιστόρημα «Καθένας» (Everyman), του Αμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ, που πέθανε χθες Τετάρτη σε ηλικία 85. Πολλοί είναι εκείνοι που συμφωνούν πως ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας. Το βιβλίο απ’ όπου το σημερινό απόσπασμα, είναι μια προσωπική, εξομολογητική, αλλά και, ταυτόχρονα, οικουμενική ιστορία που πραγματεύεται τον φόβο του θανάτου, την απώλεια, τις τύψεις, τη στωικότητα. Η μετάφραση, από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόσεις Πόλις, είναι εξαιρετική. Είναι από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα ποτέ μου.]