Ο Μιχαλάκης ειδοποιήθηκε μες στη νύχτα πως η αδελφή του, ο τελευταίος του σύνδεσμος με το νησί, έφυγε από τη ζωή. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, τον είχε μεγαλώσει σαν δεύτερη μάνα. Η αδυναμία που είχε στον μικρό αδελφό ήταν τέτοια που θέλησε να τον «αποκαταστήσει» στην ίδια γειτονιά για «να μην χωρίσουν ποτέ οι δρόμοι τους». Έτσι, όταν αυτός τελείωσε τις σπουδές του, η Γέσθη πήρε προξενιά σε μια γειτονοπούλα, τη μόνη που τηρούσε τις προδιαγραφές της. Όταν η κοπέλα αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας πως ήθελε να κάνει μεταπτυχιακό, η Γέσθη, που πίστευε πως «Το παν εν’ η πρώτη τύχη», δεν διανοήθηκε να ψάξει για νύμφη, έστω στον πιο πάνω δρόμο και είπε να την περιμένουν, λογαριάζοντας χωρίς τον Μιχαλάκη.
 
Εκείνη τη μέρα η γειτονιά σείστηκε από κραυγές που έβγαιναν από τα σωθικά της γης. Έσπευσαν οι γείτονες να βοηθήσουν κι αφού ανακουφισμένοι είδαν πως δεν είχε νεκρό ή τραυματία, έμαθαν πως ο Μιχαλάκης, ανακοίνωσε τηλεφωνικώς, τους αρραβώνες του με μια ξένη. Μάνα και κόρη ενεκαλιούνταν επαναλαμβάνοντας όπως ο χορός σε μια αρχαία τραγωδία:
-Ζάβαλλέ μου τον γιόκκα μας, ετύλιξεν μας τον η Αμερικάνα!
Οι γειτόνισσες βάλθηκαν να «παρηγορούν» μητέρα και κόρη, λέγοντάς τους:
-Εν πειράζει μάνα μου, έσιει τζιαι καλές ξένες μέσα-μέσα.
 
Ο κομμουνιστής πατέρας, που σε κάθε συλλαλητήριο φώναζε «Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» δεν είχε πλέον μούτρα να πάει στο κόμμα ή στο σωματείο. Οι Αμερικανοί δεν διέλυαν μόνο χώρες και λαούς, αλλά και οικογένειες όπως τη δική του. Αν και κουρέας στο επάγγελμα, αφέθηκε αξύριστος για πολύ καιρό, με τα γένια του να θυμίζουν ιερέα.
 
Τα πρώτα χρόνια ο Μιχαλάκης, που έγινε πια Μάικ, παραθέριζε με τη γυναίκα και τα παιδιά του στο νησί, ολημερίς θάλασσα και τα βράδια βεράντα, απολαμβάνοντας τα φαγητά που τους μαγείρευε η Γέσθη. Όσο τα παιδιά μεγάλωναν, έρχονταν όλο και πιο σπάνια στο νησί, ώσπου με τα χρόνια χάθηκε κι ο ίδιος. Οι  φήμες στη γειτονιά έδιναν κι έπαιρναν: πως τον κρατούσε κλεισμένο στο υπόγειο η «μέγαιρα» γυναίκα του. Ίσως και να είχε καταλήξει φυλακή, αφού μπορεί να τον είχαν πάρει για σοβιετικό κατάσκοπο. Εκεί στο υπόγειο, στα προάστια του Chicago, πώς να φτάσουν τα νέα, πως είχε πέσει το Σιδηρούν Παραπέτασμα και πως ο πάλαι ποτέ υπαρκτός σοβιετικός κομμουνισμός, έγινε…ανύπαρκτος, «αέρας κουπανιστός». Ούτε θα είχαν ακούσει για Περεστρόικα ή Τρόικα και πως οι πρώην αριστεροί «σύντροφοι», έγιναν δεξιότεροι και από τους δεξιούς, μεγάλοι και τρανοί επιχειρηματίες ή επενδυτές.
 
Όταν ο Μάικ επέστρεψε στο νησί για ν’ αποχαιρετήσει την αδελφή του, είδε με έκπληξη πως σε τίποτε δεν υστερούσε από το Chicago, αφού είχε και εδώ πύργους, φατρίες, καρτέλ και Αλ Καπόνε. Μόνο το σπίτι της Γέσθης δεν είχε αλλάξει. Όλοι τη θυμούνται με το αλαφιασμένο περπάτημά της, να πηγαίνει βιαστική στον μπακάλη, να καλημερίζει τις γειτόνισσες και να λέει, «καφέ μιαν άλλη φορά», αφού πάντα βιαζόταν, είχε το φαί στη φωτιά ή τα κουλουράκια στον φούρνο. Το σπίτι  ήταν το βασίλειο ή η φυλακή της, όπως έλεγαν κάποιοι. Για την ίδια όμως ήταν απλά επιλογή, αφού χαιρόταν να μαγειρεύει, να κάνει τις δουλειές της, να φροντίζει τον κήπο, τα παιδιά, τα εγγόνια και την ηλικιωμένη μητέρα της που όσο ζούσε φώναζε πολλές φορές την ημέρα:
«Γέσθηηηηη»
Και αυτή διέσχιζε τον φράκτη που ένωνε τις δύο αυλές τρέχοντας κοντά της.
 
Η αμυγδαλιά της που δεν γνωρίζει πόσα χρόνια περνούν, ποιοι έρχονται και ποιοι φεύγουν και που έχει γερά τις ρίζες της στη γη, ξέρει μόνο πότε έρχεται ο καιρός για ν’ ανθίσει ή να καρποφορήσει. Άνθισε και φέτος, «παράτζιαιρα» μες στην καρδιά του χειμώνα, με το αεράκι να σκορπίζει τα ανθάκια σαν αποκριάτικα κομφετί, στο άδειο σπίτι και στον κήπο της Γεσθημανής.
 
Εδώ που ένας αυτόματος χρονοδιακόπτης που τοποθέτησε ο γιος της, φωτίζει την τζαμαρία κάθε βράδυ. Το σπίτι εξακολουθεί είναι ο φάρος της γειτονιάς, δίνοντας την ψευδαίσθηση στους λίγους, παλιούς γείτονες πως μέσα τριγυρνά αεικίνητη η κυρία Γέσθη, η γυναίκα που ήταν πάντα σπίτι, δεν ταξίδευε και δεν πήγαινε πουθενά. Εμ, πού αλλού να πήγε; 
 
(Από τη συλλογή χρονογραφημάτων: «Οι γυναίκες που δεν πήγαιναν πουθενά»)
 
Φωτογραφία: Αγία Ζώνη, 1959