«Πεθαίνω για σένα». Την παίρναμε προσωπικά την τρυφερή μελωδική σου δήλωση, μας γέμιζε το κενό. Καθόλου δεν μας χάλαγε η επόμενη στροφή «κι ας είσαι απάτη». Ούτε τσαντιζόμασταν που μας αποκαλούσες «ψέμα», στ’ αφτιά μας κρατούσαμε το «εγώ σε λέω αγάπη».
Νύχτες τρυφερές εδώ στην Κύπρο, πριν λίγες μέρες ακόμα κι έρχεται πρωί-πρωί δευτεριάτικο η μαχαιριά. Ναι και για μας τους παλιούς με άλλα ακούσματα μεγαλωμένους. Στο άκουσμα σοκ. Έρχεσαι μπροστά μου, με το χοντρούλικο σουλούπι, τα ανάριο ανάμεσα στα δόντια, το μούσι, τη θλίψη μα και το φως που έστελναν γύρω τα μάτια σου. Στις συνεντεύξεις είχες μιλήσει για τα λούκια όπου βρέθηκες. Μόνο η κιθάρα σου, η αγαπημένη σύντροφος και το χεράκι της κόρης σου σε τράβηξαν από αυτά. 
Αληθινός, απλός, ανθρώπινος να μιλάς για τις πίκρες, τη λαχτάρα σου να απλώσεις ότι ένιωθες μέσα στην ψυχή σου στον αέρα. Ε, όχι κι έτσι, στα εξήντα τρία σου βρε Λαυρέντη. Και σκέφτεσαι πώς γίνεται να κυλάει το δάκρυ σου; Πλούσιες οι αποσκευές σου, γλυκερά τραγουδάκια, τσα-τσα, ροκ εν ρολ, μάμπο, Χιώτης-Λίντα, βαριά καψουροτράγουδα και τελευταία η λατρεία για τον Μήτσο (ένας είναι ο Μητροπάνος). Μα τον αγαπούσες ήθελες δεν ήθελες τον ροκά που έστελνε τις καρδιές μας στα αστέρια να ψάχνουμε την τρυφεράδα που χάριζε το καθάριο χαμόγελό σου. Ναι. Οι μπαλάντες σου, η οργή που μάζευες για χίλια-δυο του σιναφιού, για το σύστημα, τα συμφέροντα, τις ίντριγκες: «Μα και για το τραγούδι, ρε γ…ώ» που είναι ψυχή; Μιλούσες για φίλους καρδιάς που σου στάθηκαν και τους στάθηκες, τη ζεστασιά, τις ενοχές, όλα ήξερες να τα κρύβεις όσο έπρεπε. Να αγγίζουν κρυφά-κρυφά τις καρδιές.
Στο Βόλο όπου γεννήθηκες και απ’ όπου το έσκασες έτσι κρυφά, χειρώνακτας από τα δεκαοκτώ, παρκαδόρος, σερβιτόρος, εργάτης σε αποθήκη δισκογραφικής εταιρείας. Εκεί θα ακουστείς στο «Gaspar» τραγούδι με αγγλικό στίχο. Συνεργασίες μετά, με τον Πάνο Τζαβέλα, τον Τάκη Βασαλάκη και τον Παύλο Κικριλή φτιάχνετε το συγκρότημα P.L.J. Ύστερα έρχονται οι θρυλικοί Τερμίτες. Σαν συνθέτη και ερμηνευτή σε τιμούσαν όλα μα όλα τα μεγάλα ονόματα. Από τη Μαρία Φαραντούρη, τον Νταλάρα, τον Σαββόπουλο, τη Γαλάνη μέχρι τους λαϊκούς Γιώργο Μαργαρίτη και Βασίλη Καρρά, τον Στόκα, τον Τσακνή, δεκάδες δίσκοι, τραγούδια με ταυτότητα και κοινωνικό ξέσπασμα που μας τα αφήνεις κληρονομιά. Γεμάτος τρυφεράδα έστελνες μήνυμα «Μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ» και ήσουν απόλυτος όταν έλεγες «Χρειάζεται ένα θαύμα εδώ». Μας διασκέδαζες με τη ζήλια σου στο «Ένας Τούρκος στο Παρίσι». Αξεπέραστο όμως το «Διδυμότειχο Blues», το πνίξιμο της επαρχίας, την αβάσταχτη στέγνα της μοναξιάς στα σύνορα. «Και τι ζητάω;» (τελικά το πήρες το εισιτήριο για τον Παράδεισο). Μ’ ένα μόνο παράπονο σε χαιρετάμε: Πολύ νωρίς τον έκανες πράξη τον τίτλο του θρυλικού σου «Έτσι δραπετεύω απ’ τις παρέες». Δραπέτευσες άδικα και άκαιρα. Τώρα, τι θα βρεις εκεί που πας, κανείς δεν ξέρει, αλλά κρατάμε αυτό που μας είχες βεβαιώσει: «Οι άγγελοι ζουν ακόμα στη Μεσόγειο». 
 
Καλό ταξίδι Λευρέντη.