Το 1977 άρχισε η διολίσθηση του Κυπριακού, με την Τουρκία να επιτυγχάνει την πρώτη από μέρους μας αποδοχή των κατοχικών δεδομένων. Στην πρώτη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου στις 12.2.1977, όπου έγινε ο  μέγας «οδυνηρός», όπως τον αποκαλούμε, συμβιβασμός, ο Μακάριος δέχτηκε τη λύση της ομοσπονδίας και δη της «δικοινοτικής»  ομοσπονδίας. Το αν δέχτηκε και τη «διζωνική» ομοσπονδία, έχει πλέον ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον, για τους λόγους που παρατίθενται πιο κάτω. 
Η ελληνοκυπριακή ηγεσία αποδέχθηκε  τη λύση αυτής της αμερικανο – αγγλικής επινόησης sui generis ομοσπονδίας, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη για την έννοια και το περιεχόμενο αυτής της μορφής διακυβέρνησης και χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης. Σε σειρά άρθρων μου προσπάθησα να υποδείξω ότι στην περίπτωση της Κύπρου δεν υφίστανται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει επιτυχώς ακόμα και  ένα «ορθόδοξο» ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης. Δεν είναι μόνο το τείχος δυσπιστίας και καχυποψίας που χωρίζει τις δυο κοινότητες που καθιστούν μια τέτοια λύση μη βιώσιμη, αλλά, πρώτιστα, οι κατακτητικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας.   
Από τότε, άρχισε να διαμορφώνεται, ανεπαίσθητα και σταδιακά,  από τη γραμματεία του  ΟΗΕ,  τους μεσολαβητές του προσκηνίου και του παρασκηνίου και τους υποβολείς τους,  το περιεχόμενό της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας  (ΔΔΟ).  Το περιεχόμενο της ΔΔΟ αποτυπώνεται στα σχετικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το Ψήφισμα του ΣΑ 649/1990, στις 12//3/1990, στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας,   «καλεί τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για  να επιτύχουν ελεύθερα μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που να προνοεί για την εγκαθίδρυση ομοσπονδίας, η οποία θα είναι δικοινοτική όσον αφορά τις συνταγματικές πτυχές και διζωνική όσον αφορά τις εδαφικές πτυχές, σύμφωνα με το παρόν ψήφισμα και τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979…». Προηγήθηκε η Έκθεση του Γενικού Γραμματέα ημερομηνίας 8/3/1990 (S/21183) όπου παραπέμπει στην αρκετά διαφωτιστική εναρκτήρια δήλωσή του στις διακοινοτικές συνομιλίες της Νέας Υόρκης στις 26/2/1990.  Τότε,   δήλωσε τα ακόλουθα: «Η Κύπρος είναι το κοινό σπίτι της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η σχέση τους δεν είναι σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, αλλά σχέση δυο κοινοτήτων στο κυπριακό κράτος… Η διζωνικότητα της ομοσπονδίας είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να προέρχεται από το γεγονός ότι το κάθε ομοσπονδιακό κράτος θα διοικείται από μια κοινότητα στην οποία θα υπάρχει σταθερά εγγυημένη ξεκάθαρη πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας περιουσιών στην περιοχή της …»  Σύμφωνα με την παράγραφο 5 των Ιδεών Γκάλι οι οποίες, υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας (Ψήφισμα 750 του 1992), «η πολιτική ισότητα των δυο κοινοτήτων στην ομοσπονδία και η δικοινοτική φύση της ομοσπονδίας πρέπει να αναγνωριστούν».  Περαιτέρω, τονίζεται ότι η πολιτική ισότητα πρέπει να αντανακλάται, μεταξύ άλλων, με διάφορους τρόπους, όπως  «στην αποτελεσματική συμμετοχή και των δυο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης …». Ποια θα είναι αυτή η «αποτελεσματική συμμετοχή των δυο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης» εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο! 
Έκτοτε, η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχει συρθεί σε ένα καταστροφικό διάλογο. Οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς σταδιακά προσαρμόζονται στις στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας, στην ικανοποίηση των οποίων αποβλέπουν τα πιο πάνω Ψηφίσματα. Έτσι, παρά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, οδηγηθήκαμε, αρχικά, στη συμφωνία της 8/7/ 2006 μεταξύ Παπαδόπουλου και Ταλάτ η οποία στην πρώτη παράγραφο προβλέπει «δέσμευση για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας». Ακολούθησαν η «κοινή δήλωση» της 23/5/2008 των Χριστόφια και Ταλάτ και, στη συνέχεια, η «κοινή διακήρυξη» της  11/2/2014 των Αναστασιάδη και Έρογλου στις οποίες ορίζεται ότι  «η λύση θα βασίζεται σε μία δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου». Με την «κοινή δήλωση» της 23/5/2008 και την «κοινή διακήρυξη» της  11/2/2014, αποδεχθήκαμε πλαίσιο συνομιλιών οι οποίες οδηγούν σε μια λύση που θα προβλέπει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα –  που θα το ιδρύσουν δυο «συνιστώντα»  κράτη, η υποβαθμισμένη σε «ελληνοκυπριακή διοίκηση»  Κυπριακή Δημοκρατία και η αναβαθμισμένη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» – και που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. 
Τα προαναφερθέντα Ψηφίσματα, στα οποία, επαναλαμβάνω, βρίσκεται το περιεχόμενο της ΔΔΟ,  συνθέτουν σήμερα  την όλη «φιλοσοφία» της λύσης,  μιας λύσης μη βιώσιμης, ανορθόδοξης, αντιδημοκρατικής, ρατσιστικής και, πάνω από όλα, μιας λύσης που ικανοποιεί τους κατακτητικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας. Αυτή είναι η τραγική κατάληξη μιας ολέθριας πολιτικής. Και, όμως, η ηγεσία του τόπου συνεχίζει τα μικροπολιτικά της παιγνίδια και την επικοινωνιακή της πολιτική για εσωτερική κατανάλωση, εμπαίζοντας τον λαό και τροφοδοτώντας τον με ψευδαισθήσεις. Δεν τολμά να σπάσει τη διαπραγματευτική ομηρία στην οποία ο κυπριακός Ελληνισμός έχει περιέλθει εδώ και δεκαετίες, προβάλλοντας ως «άλλοθι» το τι ο Μακάριος συμφώνησε πριν σαράντα χρόνια. Από το 1977 μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλές εξελίξεις που διαμορφώνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον, στην Κύπρο αλλά και διεθνώς.  

* Πρώην Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, πρώην Επίτροπος Διοικήσεως.