«Λευκές νύχτες» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη.

Βλέπω την επιλογή του έργου του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Λευκές νύκτες» από το Θέατρο Δέντρο ως πράξη γενναιότητας και ευγένειας ψυχής. Λόγοι προς τούτο πολλοί. Είναι κι ο ψηλός βαθμός δυσκολίας της μετατροπής ενός πεζού αφηγήματος, ενός χείμαρρου αφηγηματικού λόγου σε θεατρική πράξη και συνεπώς σε μια εκ των πραγμάτων «ακουστική» παράσταση. Είναι και η στάση των δημιουργών της παράστασης ως προς το είδος της τέρψης που οφείλει ένας καλλιτέχνης, σύμφωνα με το κρέντο του, να προσφέρει ως αγωγή ψυχής στο κοινό που τον εμπιστεύεται, ειδικά όταν οι μέρες είναι πιο σκοτεινές από τις νύχτες. Είναι και η συνειδητοποίηση του μεγέθους της ευθύνης όποιας παρεμβατικής διασκευής μπροστά στην ποιότητα του υλικού.

Υπάρχουν συμπτώσεις που απλά σπρώχνουν τα πράγματα προς εκεί που πρέπει.  Πριν από κάποιες μέρες, όταν δεν είχα ακόμα μάθει για τις προθέσεις του Δέντρου, χρειάστηκε να πάρω στα χέρια μου, για πολλοστή φορά αλλά μετά από αρκετά χρόνια, έναν από τους τόμους από τα δωδεκάτομα Άπαντα του Ντοστογιέφσκι. Πήρα τελικά δύο. Εκτός από εκείνο που χρειαζόμουν, πήρα «για μετά» και τον πρώτο τόμο, εκείνο με τις τρεις νουβέλες που ο γεννημένος το 1821 συγγραφέας έγραψε και δημοσίευσε στα 24-26 του χρόνια: τους «Φτωχούς ανθρώπους», τις «Λευκές νύχτες», τη «Νέτοτσκα Νεζβάνοβα». Όταν τελικά είχα φτάσει στην πρώτη σελίδα των «Λευκών νυχτών», ήρθε η ανακοίνωση για την καινούργια παραγωγή του Δέντρου. Το έκλεισα. Είδα την παράσταση. Το άνοιξα ξανά τη νύχτα μετά την πρεμιέρα. Κατάλαβα γιατί στους συντελεστές της παραγωγής αναφέρεται ο μεταφραστής, ο Άρης Αλεξάνδρου και ο σκηνοθέτης, ο Χρήστος Σουγάρης, αλλά κανείς που να υπογράφει τη διασκευή.

Ο σκηνοθέτης αντιμετώπισε το κείμενο με βαθύ σεβασμό και ειλικρινή θαυμασμό, θεωρώντας σημαντική την κάθε φράση που εκφράζει την εσωτερική κατάσταση του κεντρικού ήρωα- αφηγητή ή την εξέλιξη της πλοκής ή ακόμα την περιγραφή της πόλης. Ελάχιστα από το λογοτεχνικό πρωτότυπο έμειναν εκτός του κειμένου που ακούγεται επί σκηνής. Ελάχιστη «οφθαλμοφανή» σκηνοθετική παρέμβαση επέτρεψε στον εαυτό του ο Χρήστος Σουγάρης, κι όμως η παράσταση είναι   βαθέως, αν δέχεστε την έκφραση, σκηνοθετημένη, ωσάν να πρόκειται για πίνακα που βγήκε από το πινέλο ενός δημιουργού.

Το κείμενο του Ντοστογιέφσκι έχει υπότιτλο «Συναισθηματικό μυθιστόρημα (Από τις αναμνήσεις ενός ονειροπόλου)». Αποτελεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός ανώνυμου ήρωα, την ανάμνηση ενός ονειροπόλου και μοναχικού νεαρού για τα γεγονότα που του συνέβησαν σε τρεις λευκές νύχτες του Ιούνη. Ανώνυμος, επειδή δεν έχει σε ποιον να συστηθεί, επειδή είναι ο μοναδικός δημιουργός του κόσμου που χτίζει στην αφήγησή του, επειδή το «εγώ» του απλώνεται στην πόλη, επειδή το μοναδικό πρόσωπο που έχει όνομα στο έργο, η Νάστενκα, μπορεί να είναι και αποκύημα της φαντασίας του.

Ο συγγραφέας του έργου δεν ξεπροβάλλει πουθενά, δεν κρίνει μήτε σχολιάζει τον ήρωά του, αλλά το βάθος της διείσδυσης στον ψυχισμό του αποκαλύπτει ότι ο νεαρός Ντοστογιέφσκι χρησιμοποιεί υλικό αυτογνωσίας, καθώς κι ο ίδιος άνηκε στο είδος των ονειροπόλων, ανθρώπων των οποίων η μοναξιά είναι γεμάτη φανταστικές πλοκές, ιδανικές μορφές, αλλά και πόνο από την αμοιβαία απόρριψη με την πραγματικότητα.

Ο Χρήστος Σουγάρης και ο πρωταγωνιστής του Ονησίφορος Ονησιφόρου καταφέρνουν να φτιάξουν μια τέτοια μορφή στην παράστασή τους. Έχοντας δει μόνο λίγες δουλειές του ηθοποιού και καμιά δουλειά του Ελλαδίτη σκηνοθέτη, χάρηκα πολύ με το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους. Ο Ονησιφόρου σμίγει στον λόγο του και στην κίνησή του την ονειροπόληση με την ανάμνηση, τον ενθουσιασμό για τα όσα του δόθηκαν με τον πόνο της απώλειας. Είναι πολύ δύσκολο, αλλά όπως αποδείχτηκε, κατορθωτό, ν’ αποδίδεις στη σκηνή τις δύο χρονικές διαστάσεις και τις δύο συναισθηματικές καταστάσεις, τον χρόνο που συνέβησαν τα γεγονότα και τον μετα-χρόνο της αφήγησης.

Η αρχική περιπλάνηση των δύο συμπρωταγωνιστών στην σχεδόν άδεια σκηνή (ένας φανοστάτης, ένα παγκάκι, ο Λάκης Γενεθλής έκανε ακριβώς όσα χρειάζονταν) αναδημιουργεί την ατμόσφαιρα της άδειας καλοκαιρινής πόλης, την εικόνα δύο μοναξιών που θα διασταυρωθούν σε λίγο και για λίγο, του ονειρικά τυχαίου της συνάντησης τους. Αυτό το ονειρικά τυχαίο ακουγόταν στη μουσική της Κυριακής Ιακωβίδου και το πιάνο της είχε και τη δική του αφήγηση.

Το (στην αρχή) αινιγματικό παιχνίδι της Κατερίνας Λούρα με το φόρεμα της ηρωίδας της υποσχόταν μια ενδιαφέρουσα διάσταση που ο σκηνοθέτης έδωσε στο δρώμενο: την παράλληλη ύπαρξη ηθοποιού και ρόλου στη σκηνή. Χωρίς να επιβάλλει αυτή τη διττή διάσταση, ο σκηνοθέτης στιγμές- στιγμές την αποκάλυπτε, όπως τότε που η Κατερίνα Λούρα διέκοπτε τον συναισθηματικά φορτισμένο λόγο της Νάστενκά της για να σταματήσει την πιανίστρια αποκαλύπτοντας έτσι ότι γνωρίζει για την ύπαρξη της τελευταίας στη σκηνή, ή όταν χρωμάτιζε την ανάμνηση της Νάστενκας με άρια από τον «Κουρέα της Σεβίλλης», ή όταν ο Ονησίφορος Ονησιφόρου αναπαρίστανε τον βροχερό καιρό μ’ έναν αστείο τρόπο, που όμως καθόλου δεν υπέσκαπτε την αβάσταχτη μελαγχολία του ήρωά του.

Η Κατερίνα Λούρα βρήκε τον θαυμαστό τρόπο να δείχνει την ηρωίδα της από μέσα κι απ’ έξω ταυτόχρονα. Ο Ανδρέας Καρούμπας στον ρόλο του ανώνυμου και αδιευκρίνιστου αγαπημένου της Νάστενκας, για τον οποίο η ίδια δεν γνωρίζει περισσότερα από τους αναγνώστες/ θεατές, παίζει την απουσία, την αινιγματική αοριστία και το μοιραίο της επιστροφής του ρόλου του. Ωραία η προέκταση που δίνει στο δρώμενο η ανοιχτή πόρτα του θεάτρου, μεταδίδει την αίσθηση της οριστικής απώλειας που βιώνει ο ήρωας-αφηγητής.

Φιλελεύθερα, 25.4.21