Όταν το 1995 αποχώρησα από την Εκπαιδευτική Υπηρεσία, ύστερα από τη θητεία μου σ’ αυτή για 36 και πλέον χρόνια, ως Καθηγητής, Διευθυντής Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και Επιθεωρητής, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, γιατί στερήθηκα την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, η οποία ήταν για μένα ταυτισμένη με την ύπαρξή μου. Η στενοχωρία αυτή εξακολουθεί να με διακατέχει μέχρι σήμερα, γιατί αποστερήθηκα μια ιδιότητα που με έφερνε σε καθημερινή επαφή με το Σχολείο και με πολλά πρόσωπα που εμπλέκονταν στη λειτουργία μιας σχολικής κοινότητας. Παράλληλα όμως, και βλέ-ποντας το τι συμβαίνει τώρα στον ευρύτερο χώρο της Παιδείας, νιώθω και μια ανακούφιση, γιατί πρόλαβα να αποστασιοποιηθώ από μια κατάσταση η οποία μόνο πικρία και απογοήτευση μου προκαλεί. Από όποια παράμετρο κι αν την εξετάσω, διαπιστώνω σοβαρά μειονεκτήματα τα οποία άπτονται της ελλιπούς και ασαφούς εκπαιδευτικής νομοθεσίας, κυρίως όμως λόγω του χειρισμού από μέρους της Αρμοδίας Αρχής και άλλων αναρμοδίων προσώπων των διαφόρων εκπαιδευτικών προβλημάτων.
Ομολογώ ότι τώρα νιώθω ακόμη μεγαλύτερη λύπη και από εντονότερο προβληματισμό διακατέχομαι για το μέλλον της Εκπαίδευσης και της κυπριακής κοινωνίας γενικότερα από τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι φορείς χειρίστηκαν, εν προκειμένω τις δύο φαινομενικά διαφορετικές περιπτώσεις ισαρίθμων σχολικών μονάδων (Λύκειο Απ. Βαρνάβα Στροβόλου και Δημοτικό Σχολείο Αγ. Μαρίνας Χρυσοχούς), οι οποίες όμως είχαν κοινό χαρακτηριστικό: Την ικανοποίηση της κοινής γνώμης, ανεξάρτητα αν αυτή η γνώμη ήταν δίκαιη, ηθικά αποδεκτή και σύμφωνη με την κειμένη νομοθεσία. Κριτήριο και ελατήριο και στις δύο περιπτώσεις ήταν η κοινή γνώμη, την οποία εξέφραζαν οι διάφοροι «παράγοντες», οι οποίοι συγκροτούν τα πολυώνυμα συμβούλια, έχοντας πρω- τοστάτη τον υπουργό Παιδείας και οι οποίοι έσπευσαν να θωπεύσουν τα αφτιά τους και να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, κάνοντας μάλιστα κατάχρηση των ΜΜΕ και προπαντός όσων από αυτά αποφέρουν την προβολή και την άμεση προσωπική αναβάθμιση, όπως είναι η τηλεόραση και τα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό αναντίλεκτα συνιστά άκρατο λαϊκισμό, ο οποίος σημαίνει την πρακτική που επικαλείται τα «συμφέροντα» των απλών ανθρώπων και χρησιμοποιεί την κολακεία του λαού, ώστε να τον παρασύρει σε επιλογές που φαίνονται να είναι υπέρ του, οι οποίες όμως μπορεί να είναι και εναντίον του.
Για να αντιληφθεί κανείς τον λαϊκισμό του υπουργού Παιδείας στο θέμα που προέκυψε στο Λύκειο του Απ. Βαρνάβα, σχετικά με τη μαθήτρια και τη μαντίλα της, θα αναφέρω την ενέργειά του να τη δεχθεί στο γραφείο του με τον πατέρα της, να φωτογραφηθεί με αυτήν και να δηλώσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ότι· «Με πρωτοβουλία μας λύθηκε το θέμα με τον καλύτερο τρόπο και η Αλίνα συνεχίζει να φοιτά στο σχολείο με την πλήρη στήριξη του Διευθυντή της…». Την επομένη δε ημέρα, ο Δευθυντής του Σχολείου, οποίος, όπως λέχθηκε από το στόμα του ιδίου του υπουργού, είναι ένας από τους εμπειρότερους και διακρινόμενους εκπαιδευτικούς και ο οποίος θα παρείχε «την πλήρη στήριξή του» στη μαθήτρια, μετατέθηκε στα Επιμορφωτικά Ινστιτούτα! Το θέμα αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί από τον οικείο Επαρχιακό Επιθεωρητή, χωρίς την εμπλοκή μηδέ αυτού του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης. Και όμως αναμίχθηκε προσωπικά ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας. Προχώρησε μάλιστα στην ηθική και επαγγελματική «καρατόμηση» του εν λόγω Διευθυντή για ένα «αμφιλεγόμενο» θέμα, πριν από την ολοκλήρωση μάλιστα της διαταχθείσας σχετικής έρευνας, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι δημιούργησε προηγούμενο στην Εκπαίδευση και ότι έσπειρε θύελλες, τις οποίες κάποτε θα θερίσει.
Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για το πρόβλημα που προέκυψε με το Δημοτικό Σχολείο της Αγ. Μαρίνας Χρυσοχούς. Γιατί ο υπουργός Παιδείας άφησε το γραφείο του και μετέβη στην ακριτική αυτή κοινότητα της Πάφου, για να ανακοινώσει ο ίδιος στους ενδιαφερόμενους γονείς την αντικατάσταση της Διευθύντριας του ρηθέντος Σχολείου; Δεν θα μπορούσε το θέμα αυτό να χειριστεί ο οικείος επαρχιακός Πρώτος Λειτουργός ή ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης και θα έπρεπε ο υπουργός Παιδείας να μεταβεί στην κοινότητα αυτή της Πάφου για να γίνει «εξάγγελος» μιας υπηρεσιακής διευθέτησης; Κάθε φορά που ένα Σχολείο αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, ενδείκνυται άραγε ο υπουργός Παιδείας να εγκαταλείπει το γραφείο του και να σπεύδει για να το επιλύσει και μάλιστα δορυφορούμενος από δημοσιογράφους που υπηρετούν σε τηλεοπτικούς σταθμούς; Είναι προφανές ότι το κίνητρό του είναι ο λαϊκισμός και η προβολή του από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη κι αν ο υπουργός Παιδείας δεν αισθάνεται ασφαλής στη θέση που κατέχει, δεν θα έπρεπε ο λαϊκισμός να έχει θέση στις αγαθές προθέσεις του.
Από τη νόσο αυτή της εποχής, τον λαϊκισμό δεν είναι άμοιρα ευθύνης και τα πολλά και ποικίλα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, από τα οποία, όπως φαίνεται, έχουν επηρεαστεί αρνητικά και οι «οργανωμένοι» γονείς, οι οποίοι με τις Ομοσπονδίες τους, κυρίως δε με τη Συνομοσπονδία τους, από συνεργάτες των Σχολείων στους τομείς της Κοινωνικής Πρόνοιας και οικονομικοί αρωγοί στις πολλές ανάγκες των μαθητών και των σχολικών τους μονάδων, έχουν χριστεί σε εκπαιδευτικούς παράγοντες. Επιθυμούν να έχουν λόγο και θέλουν να προβάλλονται στα ΜΜΕ ως εκπαιδευτικοί εταίροι. Συχνά είναι στους τηλεοπτικούς δέκτες για να εκφέρουν άποψη επί παντός επιστητού, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι πολλά από τα προβλήματα που δημιουργούνται στα Σχολεία οφείλονται σε μαθητές, οι οποίοι είναι φορείς της παθογένειας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Οικο-γένεια.