Στα πρώιμα χρόνια των δυτικών δημοκρατιών, όταν οι διοικητικοί μηχανισμοί διαπλάθονταν σε κρατικές υπηρεσίες εντεταλμένες να υλοποιήσουν κυβερνητικές πολιτικές, επικράτησε η λογική της απόλυσης από κάθε νέα Κυβέρνηση όλων σχεδόν των δημοσίων υπαλλήλων που διορίστηκαν από την προηγούμενη Κυβέρνηση και της πρόσληψης δικών της φίλων και ψηφοφόρων.
Τούτο θεωρείτο πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά αποδεκτό λόγω της έντασης των πολιτικών παθών της εποχής και της βεβαιότητας ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα θα υποσκάπτετο από οπαδούς αντίθετων ιδεολογικών προσανατολισμών, που ήσαν πολιτικά πιστοί σε αντίπαλα πολιτικά σχήματα. 
Αξίζει να λεχθεί ότι στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα, οι δημόσιοι υπάλληλοι που απολύονταν κάθε που άλλαζε η Κυβέρνηση, συγκεντρώνονταν και διαμαρτύρονταν σε κεντρική αθηναϊκή πλατεία όπου τότε στεγαζόταν το Υπουργείο Οικονομικών, και που εξαιτίας της πρακτικής αυτής μετονομάστηκε σε Πλατεία Κλαυθμώνος, εκ του κλαθμού, δηλαδή του κλάματος.
Με την ωρίμανση, ωστόσο, των δημοκρατικών θεσμών και με τον κυρίαρχο ρόλο που εξελικτικά κλήθηκε το κεντρικό Κράτος να διαδραματίσει, διαπιστώθηκε ότι η ανά τετραετία αλλαγή των εργαζομένων του Δημοσίου, όχι μόνο δεν είναι πρακτικά εφικτή αλλά είναι και εξόχως αντιπαραγωγική.
Έτσι επινοήθηκε η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Κι από την απόλυτη και ανεξέλεγκτη ασυδοσία του Κράτους-Εργοδότη που μπορούσε να απολύσει κατά βούληση όποιον δεν ενστερνίζετο τις πολιτικές του απόψεις, έγινε μετάβαση στην απόλυτη ασυδοσία του δημοσίου υπαλλήλου που ποτέ δεν απολύεται, εκτός σε ακραίες περιπτώσεις διάπραξης σοβαρών ποινικών ή πειθαρχικών αδικημάτων. 
Αφότου εισήχθη για πρώτη φορά η μονιμότητα, οι ευρωπαϊκές Δημοκρατίες πολλαπλασίασαν την προστασία της απασχόλησης από την εργοδοτική αυθαιρεσία, με ρυθμίσεις όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και με διεθνείς συμβάσεις είτε του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, είτε του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε των Ηνωμένων Εθνών. 
Ιδιαίτερα δε για τις χώρες–μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σωρεία νομικά δεσμευτικών Οδηγιών κατοχυρώνει πλήρως όχι μόνο την προστασία από απόλυση αλλά και από οποιανδήποτε άλλη δυσμενή μεταχείριση εργαζομένων στη βάση (μεταξύ άλλων) των πολιτικών απόψεων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, της εθνοτικής, φυλετικής ή κοινωνικής καταγωγής, του φύλου, του χρώματος, της αναπηρίας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού. 
Το νομοθετικό πλέγμα προστασίας αφορά εργαζομένους τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα και ενσωματώνει ότι πιο σύγχρονο υπάρχει στη διεθνή νομική πρακτική, αφού εισάγει πλάσματα δικαίου και τεκμήρια (π.χ. οποιαδήποτε απόλυση στη διάρκεια τοκετού, λοχείας ή γαλουχίας θεωρείται παράνομη, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο).
Ταυτόχρονα, με αντιστροφή της πάγιας αρχής του Δικαίου ότι «αυτός που προβάλλει ένα ισχυρισμό, έχει το βάρος και να τον αποδείξει», ο Νόμος μεταθέτει το βάρος της απόδειξης από τον εργαζόμενο που ισχυρίζεται ότι απελύθη παράνομα, στον εργοδότη ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι η απόλυση ήταν νόμιμη, αλλιώς υπόκειται στις κατά νόμο συνέπειες.  
Συνεπώς, το νομοθετικό πλαίσιο κατοχύρωσης της απασχόλησης και στην Κύπρο είναι «υδατοστεγές», με τα Δικαστήρια να ερμηνεύουν διασταλτικά τις προστατευτικές διατάξεις διευρύνοντας και νομολογιακά τη σχετική προστασία. 
Επικουρικά και συμπληρωματικά, ένα πανίσχυρο συνδικαλιστικό κίνημα μαζί με ένα θεσμικό δίκτυο Επιτρόπων, Εφόρων και Επιθεωρητών θωρακίζουν τον εργαζόμενο έναντι οποιασδήποτε εργοδοτικής παρανομίας.
Εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Στον ιδιωτικό συνεχίζει η λογική της προστασίας της απασχόλησης όσο υπάρχει απασχόληση και αντικείμενο εργασίας. Αναγνωρίζει ο Νόμος στον εργοδότη το δικαίωμα να απολύσει εργαζόμενο που δεν έχει πλέον δουλειά να εκτελέσει. Του επιβάλλει αυστηρές προϋποθέσεις, εξεζητημένους όρους και διεξοδικούς ελέγχους. Αλλά αν ο εργοδότης αποδείξει ότι δεν υπάρχει πλέον δουλειά για έναν εργαζόμενο, του επιτρέπει το αυτονόητο: Να τον απολύσει ως πλεονάζον προσωπικό. 
Στο δημόσιο τομέα, το αυτονόητο είναι αδιανόητο. Σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, αν μια θέση καταργηθεί, ο κάτοχος της τη διατηρεί με όλα τα ωφελήματα μέχρις ότου προαχθεί ή διοριστεί σε μια άλλη θέση ή μέχρις ότου αφυπηρετήσει. Δηλαδή, ο δημόσιος υπάλληλος μπορεί κυριολεκτικά να μην έχει πια δουλειά, αλλά θα λαμβάνει το μισθό του κανονικά, θα παίρνει κάθε χρόνο περίπου 4% αύξηση από τις μισθολογικές κλίμακες και θα τα λαμβάνει αυτά μέχρι να αφυπηρετήσει. Δηλαδή, η εύλογη προσπάθεια να προστατευτεί ένας εργαζόμενος από απόλυση για τα πολιτικά του φρονήματα, έφερε την παράλογη και άκρως προκλητική απόλυτη απαγόρευση απόλυσης λόγω πλεονασμού. 
Αυτή η απόλυτη διασφάλιση της μονιμότητας είναι η μήτρα όλων των δεινών στο Δημόσιο. 
Ασέλγεια επί του ορθολογισμού: Ουδείς απολύεται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα κι αν ο εργοδότης χρεοκοπήσει. Ουδείς θα χρειαστεί να κάνει τον κόπο να προσαρμοστεί στη νέα τεχνολογία όταν ψηφιοποιηθεί η κρατική μηχανή, αφού και πάλι θα πληρώνεται και θα παίρνει και αυξήσεις κάθε χρόνο ώσπου να γίνει 65. Δεδομένου δε, ότι όλοι αξιολογούνται ως άριστοι σε όλα, δεδομένου ότι όλοι παίρνουν τα ίδια, χωρίς κίνητρα για τον παραγωγικό και χωρίς συνέπειες για τον άχθος αρούρης, δεδομένου ότι η σύνταξη του θα είναι περίπου τριπλάσια από την σύνταξη του συγκρίσιμου ιδιωτικού υπαλλήλου με τα ίδια χρόνια εργασίας, με όλα τούτα τα δεδομένα και ένα σωρό άλλα εξίσου προσβλητικά για ένα σύγχρονο κράτος, γιατί να χολοσκά ο δημόσιος υπάλληλος;
 
Φάτε, πιείτε και κοιμηθείτε άνευ έγνοιας
Και επειδή ο παραλογισμός της απόλυτης μονιμότητας δεν επαρκούσε για τη δημοσιοϋπαλληλική ευζωία, ήρθε το Διοικητικό Δικαστήριο να την ολοκληρώσει. Τώρα πια αντισυνταγματικό δεν είναι μόνο να απολυθεί δημόσιος υπάλληλος που δεν έχει αντικείμενο εργασίας. Τώρα πια αντισυνταγματικό είναι και να πληρώσουν έστω κι ένα ευρώ για τη διάσωση του Κράτους, για τη διάσωση του εργοδότη τους δηλαδή. Γι’ αυτό το ξαναλέω στους συμπατριώτες μου του Δημοσίου: Φάτε, πιείτε και κοιμηθείτε άνευ έγνοιας. Πληρώνουν τα κορόιδα.