Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο πριν από ταξίδι στο εξωτερικό είναι να διαπιστώσει ότι δεν έχει διαβατήριο. Μου έτυχε πρόσφατα και είμαι σίγουρος ότι δεν χρειάζεται να σας πείσω ότι είναι μια από τις χειρότερες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει κάποιος. Μερικές ώρες πριν την πτήση για Λονδίνο συνειδητοποίησα ότι το διαβατήριό μου είχε λήξει. Ας όψεται το Brexit και η αμέλειά μου. Ήταν παρατημένο σε κάποιο συρτάρι, αφού η διακίνηση με πολιτική ταυτότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια, παραμέρισε από τη ζωή μας τα διαβατήρια. Για την περιπέτειά μου δεν μέμφομαι κανέναν παρά μόνον τον εαυτό μου. 

Όταν πήρα στα χέρια μου το ληγμένο διαβατήριο νόμιζα ότι έπεσε ο ουρανός πάνω μου. Η απογοήτευση γινόταν ακόμη πιο μεγάλη γιατί ήμουν βέβαιος ότι ήταν αδύνατον να εξασφαλίσω ανανεωμένο διαβατήριο μόλις σε μερικές ώρες. «Να προσπαθήσω ή δεν αξίζει τον κόπο;» ρώτησα με sms κάποιο φίλο μου που εργάζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και γνωρίζει τα διαδικαστικά. «Πήγαινε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού στις 8.30 το πρωί και μέχρι τις 2.30 θα είναι έτοιμο» μου απάντησε αμέσως. Αρχικά νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα και με ειρωνευόταν για το…θράσος που είχα να τον ρωτήσω πρωινιάτικα τέτοιο πράγμα.

Πήγα στο Τμήμα με τη βεβαιότητα ότι δεν είναι δυνατόν να γίνονται θαύματα. Όμως αποφάσισα να δοκιμάσω, έτσι κι αλλιώς δεν έχανα τίποτα. Στην είσοδο μού έδωσαν ένα έντυπο για να το συμπληρώσω και δέκα λεπτά αργότερα η λειτουργός εξυπηρέτησης με πληροφόρησε ότι εάν πληρώσω για επίσπευση της διαδικασίας, μέχρι τη μία το μεσημέρι το διαβατήριο μου θα είναι έτοιμο. Χωρίς να χρειαστεί να κάνω κάτι άλλο. «Σήμερα;» τη ρωτώ και παίρνω καταφατική απάντηση. Ηταν τόσο απλό όσο σας το περιγράφω. Περιττό να αναφέρω ότι εξεπλάγην ευχάριστα. 

Αυτή την ώρα που γράφω είμαι σε μια καφετέρια κοντά στο Τμήμα και περιμένω να περάσει η ώρα για να παραλάβω το διαβατήριό μου. Ομολογώ ότι με κυριεύει ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ικανοποίησης, για την αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τους πολίτες. Ιδιαίτερα για ένα τόσο σοβαρό αίτημα, δηλαδή την ανανέωση διαβατηρίου, η οποία δεν είναι καθόλου απλή και γρήγορη, ακόμη και στις πλέον προηγμένες χώρες. 

Απέναντί μου κάθεται ένας κύριος μαζί με μια κυρία. Της μιλά φωναχτά και κατά διαστήματα μιλά, επίσης φωναχτά, στο κινητό, ως να θέλει να είναι σίγουρος ότι όλοι θα τον ακούσουμε. Περιγράφει πόσο εξαιρετικά πέρασε το προηγούμενο βράδυ στην εκδήλωση των φίλων και υποστηρικτών του Αβέρωφ Νεοφύτου. Τον άκουσα να λέει ότι είχε περίπου 3 χιλιάδες κόσμο, ανάμεσά τους και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη σύζυγό του. «Είχε ενθουσιασμό αλλά δεν είχε φαΐ» παραπονέθηκε στον συνομιλητή του στο τηλέφωνο και έδειχνε απογοητευμένος. Δεν έδωσα προσοχή, εξάλλου πλησίαζε η ώρα για να πάω να παραλάβω το διαβατήριό μου. Λίγα λεπτά μετά μου το έδωσε η ευγενική κυρία που με είχε εξυπηρετήσει και πριν. Όταν το πήρα στα χέρια μου ανακουφίστηκα για το τέλος της περιπέτειας που είχα. 

Ήταν μια από τις λίγες περιπτώσεις που έφευγα από μια δημόσια υπηρεσία όχι μόνον χωρίς να ταλαιπωρηθώ αλλά με πρωτόγνωρη ικανοποίηση γιατί όλοι οι λειτουργοί έδειχναν ότι μοναδική τους έγνοια ήταν η εξυπηρέτηση του κόσμου. Από τον φύλακα στην είσοδο, τον λειτουργό που έβγαζε τη φωτογραφία και έπαιρνε τα βιομετρικά στοιχεία, μέχρι την κοπέλα στο ταμείο και την κυρία στις παραδόσεις των διαβατηρίων. Αυτό είναι το σημαντικότερο. Να ξέρει ο πολίτης ότι θα εξυπηρετηθεί γιατί το δικαιούται, γιατί αυτή είναι η υποχρέωση των δημόσιων υπηρεσιών. Να τον εξυπηρετούν και όχι να τον ταλαιπωρούν. Εφυγα, λοιπόν, εντυπωσιασμένος αλλά στο δρόμο προς το σπίτι έπεσα με τα μούτρα πάνω στον εφιάλτη του κυκλοφοριακού. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη: Δεν είναι απίστευτο να μπορείς να βγάλεις διαβατήριο μέσα σε τρεις ώρες και να χρειάζεσαι μια ώρα για να διασχίσεις την Αθαλάσσας; 

Ελεύθερα, 11.9.2022.