Οι τράπεζες πωλούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα Ταμεία (Funds) στο 30% της αξίας τους (δηλαδή του υπολοίπου τους). Αρκετός κόσμος ακόμη και πολιτικοί διερωτώνται, γιατί δεν προσφέρουν το ίδιο κούρεμα 70% στους δανειολήπτες. Ένα εκ πρώτης όψεως εύλογο ερώτημα. Η απάντηση όμως δεν είναι τόσο απλή. 
Πριν αναφερθώ στους βασικούς λόγους γιατί δεν προσφέρεται αυτή η λύση, να σημειώσω ότι αν είναι ή αν κάποιος πιστεύει πως το όλο σύστημα είναι διεφθαρμένο π.χ. τα στελέχη των τραπεζών έχουν κάνει δικές τους εταιρείες με στόχο να κλέψουν τα ακίνητα των δανειζομένων ή ότι όλοι οι δανειζόμενοι έκαναν εικονικά δάνεια και μετέφεραν αλλού την περιουσία τους για να μην τα αποπληρώσουν, τότε η οποιαδήποτε συζήτηση για εμπορική-οικονομική λύση είναι αχρείαστη. Σε τέτοιες περιπτώσεις η λύση μπορεί και πρέπει να δοθεί μόνο από το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. 
Όταν γίνεται μια πράξη αυτού του τύπου ο αγοραστής προχωρεί σε μια λεπτομερή αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου – των περιουσιακών στοιχείων που θα αγοράσει. Για κάποια είναι έτοιμος να προσφέρει 10% της ονομαστικής αξίας τους, για κάποια 20%… για κάποια 60%. Αυτά βασίζονται στην αξιολόγηση του ποσού που εκτιμά ότι θα μπορέσει να ανακτήσει από το κάθε δάνειο ξεχωριστά, συν τα έξοδα που θα έχει, συν το κέρδος στο οποίο προσδοκά. Μια ανάλογη άσκηση κάνει και η τράπεζα. 
Αν ο αγοραστής έχει χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα ή/ και καλύτερη ικανότητα είσπραξης τότε είναι σε θέση να προσφέρει τιμή, η οποία θεωρητικά θα είναι συμφέρουσα και για την τράπεζα. Επιπρόσθετα η τράπεζα, 
α) δέχεται την πίεση των Εποπτικών Αρχών, 
β) προτιμά να επικεντρωθεί στην κύρια δραστηριότητά της και όχι να καταστεί διαχειριστής ακινήτων και 
γ) δεν επιθυμεί να ενθαρρύνει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές (ηθικός κίνδυνος). 
Αυτοί είναι οι βασικοί (οικονομικοί) λόγοι που γίνονται αυτές οι συναλλαγές στην τιμή που γίνονται.
Στο τέλος λοιπόν ο αγοραστής προσφέρει μια τελική τιμή για ένα συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο. Βάσει αυτής της συνολικής προσφοράς υπολογίζεται μια γενική μείωση/ κούρεμα δανείων. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι αυτό που έχει γίνει. Όπως προαναφέρθηκε για κάθε δάνειο ή κάθε ομάδα δανείων το ποσοστό είναι διαφορετικό. 
Αν λοιπόν επιβληθεί κούρεμα σε όλα τα δάνεια στον μέσο όρο του 70% αυτό που θα συμβεί στην πράξη είναι η πραγματοποίηση ακόμη περισσότερων ζημιών. Από αυτόν που θα μπορούσε/έπρεπε να εισπράξει η τράπεζα το 60% του δανείου θα εισπράξει το 30% (μέσος όρος κουρέματος), ενώ από αυτόν που θα εισέπραττε 10% και πάλι θα εισπράξει 10% εφόσον αυτή ήταν η δυνατότητα αποπληρωμής. Εφόσον σχεδόν κανένας δεν είναι ακριβώς στον μέσο όρο, με αυτή την πολιτική πολλοί θα πληρώσουν λιγότερα από όσα θα μπορούσαν/θα έπρεπε. 
Το επόμενο ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο το κούρεμα που προσφέρθηκε σε δανειζόμενο για κάθε συγκεκριμένο δάνειο είναι περίπου το ίδιο που υπολογίζεται κατά την πώληση των δανείων σε Ταμείο. Αν πρόθεση είναι και πάλι το «ατομικό κούρεμα» να επιβληθεί νομικά, αυτό πρακτικά θα είναι σχεδόν αδύνατο. Θα πρέπει να γίνεται η διαδικασία μεταξύ πωλητή και ενδιαφερόμενου αγοραστή και μετά θα πρέπει να ενημερώνεται ο κάθε δανειζόμενος ξεχωριστά. Κάποιοι θα έχουν ενστάσεις, κάποιοι θα θέλουν εξηγήσεις άλλοι θα αποδέχονται, άλλοι όχι και θα υποβάλλουν ενστάσεις και αυτό θα παίρνει χρόνο. Ο χρόνος, η μεταβολή των συνθηκών και του χαρτοφυλακίου προς πώληση ενδεχομένως να οδηγεί σε αλλαγή των προθέσεων πωλητή – αγοραστή. Θα αυξάνει την αβεβαιότητα για τον αγοραστή, ο οποίος θα μειώνει περισσότερο την τιμή του. 
Επιπρόσθετα θα πρέπει να αναλογιστεί κάποιος τον ηθικό κίνδυνο που δημιουργείται σε τέτοια περίπτωση. Ο δανειζόμενος θα γνωρίζει ότι θα έχει το πάνω χέρι. Θα έχει λιγότερο κίνητρο να καλύπτει τις υποχρεώσεις του και να προβεί σε αναδιάρθρωση. Θα αφήνει το Ταμείο να διαπραγματεύεται – ουσιαστικά εκ μέρους του– και στο τέλος θα επιλέγει αν τον συμφέρει να αποδεχτεί την πρόταση του Ταμείου. Κάτι που θα αποθαρρύνει αρκετά Ταμεία από το να ενδιαφερθούν. 
Επί της ουσίας όμως η τράπεζα γνωρίζει με σχετική ακρίβεια το ποσοστό κουρέματος που θα έχει υπολογίσει ο αγοραστής – Ταμείο και αν η ίδια πιστεύει πως θα εισέπραττε (τονίζω) αρκετά περισσότερα με το να προχωρήσει μόνη της σε αναδιάρθρωση (που συμπεριλαμβάνει κούρεμα) θα το έπραττε διότι είναι προς το συμφέρον της. Αν αυτό δεν γίνεται –και μπορεί να μη γίνεται – είναι γιατί:
* οι ευρωπαϊκές Αρχές έχουν εξαντλήσει την υπομονή τους με την αδυναμία της Κύπρου (Κυβέρνησης – Βουλής – Εποπτικής Αρχής) να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα δημιουργώντας έγκαιρα ένα σταθερό, αξιόπιστο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο,
* γιατί οι τράπεζες δεν είναι ικανές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, 
* γιατί το όλο σύστημά μας (τράπεζες, δανειζόμενοι, θεσμοί) είναι διεφθαρμένο ή δεν θεωρεί πως τα δάνεια που παραχωρούνται πρέπει να αποπληρώνονται ή   
* ένας συνδυασμός των πιο πάνω. 
Είτε λοιπόν ισχύουν τα πιο πάνω είτε όχι, η εισήγηση για γενικό κούρεμα δανείων πριν την πώλησή τους σε Ταμείο απλά θα μεγαλώσει περισσότερο τη ζημιά. Επιπρόσθετα θα πλήξει την αξιοπιστία του όλου συστήματος. Ας αναλογιστεί κάποιος πώς θα βλέπει την Κύπρο ένας ντόπιος ή ξένος που θέλει να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά. Ότι τη μια μέρα το θεσμικό πλαίσιο του επιτρέπει να διεκδικήσει αυτό που καθορίζει μια εμπορική συμφωνία και την επόμενη μέρα όχι. Η ζημιά από τις χαμένες επενδύσεις θα είναι μεγάλη για όλους.
Τέλος ας μην ξεχνάμε τη διασύνδεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με τα δημόσια οικονομικά. Το κόστος που ήδη έχει καταβληθεί εκτός από τον καταθέτη και από τον φορολογούμενο για τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος και πως αυτό μπορεί να επαναληφθεί μετά από ενέργειες που αυξάνουν σημαντικά τις ζημιές στο όλο σύστημα. 

*Οι απόψεις στο άρθρο είναι προσωπικές.

 
* Πρόεδρος Δημοσιονομικού Συμβουλίου