Έφτασε στο ταμείο έχοντας στο συρτό κόκκινο καροτσάκι ένα ψωμί, γάλα, βούτυρο και κάποιες κονσέρβες. Ήταν μια συνταξιούχος γύρω στα 80. Φορούσε μαύρο φόρεμα και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, προφανώς λόγω πένθους. 

Έβγαλε με αργές κινήσεις τα πράγματα από το καροτσάκι και τα τοποθέτησε στον πάγκο. «Θέλετε τσάντα;», την ρώτησε η ταμίας. «Όϊ κόρη μου», απάντησε ευγενικά και έβγαλε από την τσέπη του μαύρου φορέματός της, μια τσαλακωμένη πλαστική σακούλα. «Πόσα είναι;» ρώτησε. «Είναι 10 ευρώ και 95 σεντ» της είπε η κοπέλα στο ταμείο. Αμέσως γούρλωσε τα μάτια και μετά σήκωσε το κεφάλι και είδε πεταχτά τη μεγάλη ουρά που σχηματίστηκε στο ταμείο. Έμοιαζε να θέλει να ανοίξει η γη και να την καταπιεί.

Έβγαλε ένα μαύρο τσαντάκι από την άλλη τσέπη του φορέματός της, το άνοιξε και κοίταξε το περιεχόμενο. Πήρε από μέσα το μοναδικό χαρτονόμισμα, που ήταν πέντε ευρώ, και άρχισε να μετρά τα κέρματα. «Εξίασα σπίτι τα λεφτά μου, να αφήσω κάποια πράματα πίσω», είπε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. 

Πήρε δύο κονσέρβες και τις έδωσε στην κοπέλα, έβαλε τα πράγματα που έμειναν στην τσάντα και ετοιμαζόταν να φύγει. Μια γυναίκα την πλησίασε και πολύ διακριτικά της είπε να της δώσει τα λεφτά που υπολείπονταν. Δεν σήκωσε καν το βλέμμα. Είπε «όι κόρη μου, ευχαριστώ», άνοιξε το βήμα της και έφυγε σκυφτή. 

Πρόκειται για μια από τις πολλές περιπτώσεις συνανθρώπων μας που έφτασαν στα όρια της ανέχειας, λόγω της ακρίβειας. Οι ταμίες των σουπερμάρκετ έχουν πολλές αντίστοιχες ιστορίες να διηγηθούν, με άτομα που φτάνουν στο ταμείο με μόνο τα χρειώδη και αναγκάζονται να επιλέξουν ποιο από τα απολύτως απαραίτητα ν’ αφήσουν πίσω επειδή δεν τους φτάνουν τα χρήματα. 

Πολλοί αναγκάστηκαν ν’ απευθυνθούν σε κοινωνικά παντοπωλεία, κάποια εκ των οποίων έχουν φτάσει στα όριά τους, άλλοι δέχονται βοήθεια από γείτονες και φίλους για να επιβιώσουν και κάποιοι αρκούνται σε ένα γεύμα την ημέρα από κάποιο συσσίτιο. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, που ντρέπονται για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει και δεν ζητούν βοήθεια. 

Στην πιο τραγική κατάσταση είναι ηλικιωμένοι στην τελευταία κατηγορία, που δεν μπορούν να βγουν στην αγορά εργασίας για να αυξήσουν το εισόδημά τους, αλλά ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια. Με την πενιχρή τους σύνταξη καλούνται να σηκώσουν ένα βάρος, που δεν θα έπρεπε να τους αναλογεί, εάν ζούσαν σ’ ένα κράτος πρόνοιας. Είναι οι άνθρωποι που δεν είχαν την τύχη να δουλέψουν στο δημόσιο για να έχουν αξιοπρεπή σύνταξη. Είναι αυτοί που μπορεί να εργάστηκαν σκληρά για να θρέψουν τις οικογένειές τους, ωστόσο στα υστερινά τους αναγκάζονται λόγω της ανισότητας στις συντάξεις να διαβιούν υπό συνθήκες που θυμίζουν κατοχή. 

Η κατάσταση που έχουν περιέλθει αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελεί αποτυχία της κοινωνίας, μεγάλο μέρος της οποίας δείχνει ισχυρά αντανακλαστικά αλληλεγγύης όταν έρθουν σε γνώση της τέτοια περιστατικά. Πρόκειται για μια τεράστια αποτυχία του κράτους, που δεν κατόρθωσε να διορθώσει αυτή την ανισότητα. Ενός κράτους χωμένου σε… κονσερβοκούτι.