Ως εισαγωγή σ’αυτό το άρθρο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στις 24 Μαρτίου 2021 ο Πρόεδρος της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, Μουσταφά Σεντόπ, σχολιάζοντας σε μια τηλεοπτική εκπομπή την απόφαση της Τουρκίας να αποσυρθεί από την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης για την βία κατά των γυναικών, και απαντώντας σε ερώτηση κατά πόσο ο Πρόεδρος θα μπορούσε να αποσυρθεί από διεθνείς συνθήκες ανέφερε ότι δύναται. Αυτό προκάλεσε έντονη συζήτηση, γιατί ο δημοσιογράφος μεταξύ των συνθηκών στις οποίες ανεφέρθη ήταν και η Συνθήκη του Μοντρέ. Όπως αναμενόταν, αυτές οι αναφορές είχαν διεθνή αντίκτυπο.

Στις 9 Απριλίου 2021, ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαδίμηρος Πούτιν σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Πρόεδρο Ερντογάν επεσήμανε, υπό το φως των σχεδίων της Άγκυρας να κατασκευάσει την διώρυγα της Κωνσταντινούπολης «την σημασία της διατήρησης της Συνθήκης του Μοντρέ του 1936, που αφορά στο καθεστώς των Στενών, επί τω τέλει διασφάλισης της περιφερειακής σταθερότητας και ασφάλειας». Επί πλέον, την ίδια μέρα η εκπρόσωπος του Ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρία Ζαχάροβα τόνισε ότι η Ρωσία «δεν βλέπει άλλες εναλλακτικές του καθεστωτός διεθνούς δικάιου που εγκαθίδρυσε η Συνθήκη του Μοντρέ. Αναμένουμε όλα τα σχετικά κράτη να αναλάβουν υπεύθυνη στάση για την τήρηση της. Η Τουρκία έχει συναφώς ειδικό ρόλο».

Από τα πιο πάνω, καταλαβαίνουμε ότι εκείνο που διακυβεύεται είναι η διεθνής ναυσιοπλοία, έαν καταγγελθεί η Συνθήκη του Μοντρέ, Ως Κύπρος, λόγω της εμπορικής μας ναυτιλίας αποδίδουμε μεγάλη σημασία στα τεκταινόμενα στα Στενά, εξού και το παρόν άρθρο.

Η Συνθήκη του Μοντρέ, που υπεγράφη στις 20 Ιουλίου 1936, επεξετάθη στην Κύπρο στις 9 Νοεμβρίου 1936, ημερομηνία της επικύρωσης της από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Υπουργείο Εξωτερικών, μελετώντας τον κατάλογο των Συμβάσεων που η Βρετανική αντιπροσωπεία υπέβαλε στην Μεικτή Επιτροπή του Λονδίνου ανέλαβε την πρωτοβουλία να εγείρει το θέμα της εφαρμογής της στην Κύπρο στον Γενικό Εισαγγελέα. Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν ότι η Συνθήκη συνέχιζε να δεσμεύει την Κυπριακή Δημοκρατία. Στην  συνέχεια, το Υπουργείο Εξωτερικών με ρηματική διακοίνωση ημερομηνίας 18 Μαρτίου 1969 πληροφόρησε την Γαλλική Κυβέρνηση ότι η Κύπρος δεσμεύεται από την Συνθήκη του Μοντρέ που αφορά στο καθεστώς των Στενών, δυνάμει του Άρθρου 8 της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και σύμφωνα με τους κανόνες διαδοχής του διεθνούς δικάιου.

Εκείνο που είναι ενδιαφέρον, σαν αντίδραση συμβαλλομένου κράτους, είναι η αποστολή προς την Κυπριακή Κυβέρνηση από το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, μέσω ρηματικής διακοίνωσης υπ’αριθμόν 1085/51 της 26ης Μαίου 1969 της Τουρκικής Πρεσβείας στην Λευκωσία, της 32ης ετήσιας έκθεσης για την διακήνηση πλοίων μέσω των Στενών, δυνάμει του άρθρου 24 της Συνθήκης του Μοντρέ, η παράγραφος 5 της οποίας προβλέπει ότι «Η Τουρκική Κυβέρνηση θα απευθύνει στον Γενικό Γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών καθώς και στα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη μια ετήσια έκθεση, προσδριορίζοντας τις κινήσεις των ξένων πολεμικών πλοίων στα Στενά και παρέχοντας κάθε χρήσιμη πληροφορία για το εμπόριο, την ναυσιπλοία και αεροπλοία, που προβλέπεται στην παρούσα Συνθήκη».

Αυτή υ αυτόματη διαδοχή της Κύπρου στην Συνθήκη του Μοντρέ παρουσιάζει ένα κεφαλαιώδες ενδιαφέρον. Τω όντι, το ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον ο περιορισμένος αριθμός των κρατών που συμμετείχαν στην διαπραγμάτευση μιας ορισμένης συνθήκης, λαμβανομένου επίσης υπ’όψη του αντικειμένου και του σκοπού της, δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή ενός διαδόχου κράτους στην συνθήκη θα έπρεπε να υπάγεται στην συναίνεση των άλλων μερών. Με άλλα λόγια, πρόκειται να γνωρίζουμε κατά πόσον ένα κράτος, διάδοχον ενός των μερών μιας συνθήκης, έχει το δικαίωμα να θεωρεί αφ’εαυτού του ότι είναι μέρος αυτής της συνθήκης. Συναφώς, το έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών U.N. Doc A/CN 4/224, σελ. 57 και 58 δίνει σαν παραδείγματα την Συνθήκη για της Νήσους Aland, την Συνθήκη για το κανάλι του Σουέζ και την Συνθήκη του Μοντρέ.

Δεδομένου ότι καμία εύδηλος απάντηση σ’αυτό το ερώτημα δεν έχει δοθεί, όταν είχε υποστηριχθεί ότι ορισμένα κράτη είχαν το δικαίωμα, υπό την ιδιότητα τους ως διάδοχα κράτη, να θεωρούνται ως μέρη στην Συνθήκη για το κανάλι του Σουέζ, και κατά συνέπεια να προσκληθούν στην Διάσκεψη του Λονδίνου για τους χρήστες του καναλιού, η περίπτωση της Κύπρου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, γιατί καθιερώνει μια πρακτική μέχρι τότε ανύπαρκτη σ’αυτόν τον τομέα. Ακόμη, και εαν ερμηνεύσουμε ότι η συναίνεση των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών στην διαδοχή της Κύπρου στην Συνθήκη του Μοντρέ εδόθη σιωπηρά, ο χαρακτήρας της Συνθήκης και το γεγονός ότι είναι ανοικτή στην προσχώρηση και άλλων κρατών, όπως προβλέπει το Άρθρο 27 της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, μας οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η Κύπρος έχει το δικαίωμα να καταστεί μέρος της Συνθήκης του Μοντρέ, μέσω μίας κοινοποίησης διαδοχής. Απόδειξη, όπως αναφέραμε πιο πάνω, είναι το γεγονός ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δέχτηκε την κοινοποίηση διαδοχής της Κύπρου και το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε στην Κυπριακή Κυβέρνηση την 32η ετήσια έκθεση για την διακίνηση πλοίων μέσω των Στενών.