Το νομικό πλαίσιο που διέπει την αγοραπωλησία πιστωτικών διευκολύνσεων δεν επιτρέπει σε τραπεζικά ιδρύματα να προβαίνουν στην πώληση πιστωτικής διευκόλυνσης που παραχωρήθηκε σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή όμιλο συνδεδεμένων επιχειρήσεων ανά αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα (ΑΠΙ), όταν κατά τον χρόνο της εξαγοράς το συνολικό υπόλοιπο αυτών ανά ΑΠΙ υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1 εκατ.). Η σχετική πρόνοια του άρθρου 3(1) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου, Ν.169(Ι)/2015, καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του: (α) σε πιστωτικές διευκολύνσεις οι οποίες παραχωρούνται σε φυσικά πρόσωπα όταν κατά τον χρόνο της εξαγοράς των διευκολύνσεων αυτών, το συνολικό υπόλοιπο των πιστωτικών διευκολύνσεων στο φυσικό πρόσωπο ανά ΑΠΙ, δεν υπερβαίνει το €1 εκατ., (β) σε πιστωτικές διευκολύνσεις οι οποίες παραχωρούνται σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται στη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαΐου του 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (2003/361/ΕΕ), όταν κατά τον χρόνο της εξαγοράς αυτών των διευκολύνσεων, το συνολικό υπόλοιπο των πιστωτικών διευκολύνσεων προς την επιχείρηση αυτή ή τον όμιλο συνδεδεμένων επιχειρήσεων ανά ΑΠΙ δεν υπερβαίνει το €1 εκατ.

Σοβαρό ζήτημα δημιουργείται στις περιπτώσεις που εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων προβαίνει στην εξαγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων που υπερβαίνουν το €1 εκατ. ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο από ΑΠΙ, καθότι, όπως ερμηνεύθηκε, δεν έχει εφαρμογή ο Νόμος και φαίνεται ότι δεν μπορεί να γίνει πώληση ή εκχώρηση των πιστωτικών αυτών διευκολύνσεων, με φυσικό επακόλουθο οι εταιρείες εξαγοράς να μη δικαιούνται στην πώληση ενυπόθηκου ακινήτου. Ο Δικαστής κ. Γ. Στυλιανίδης σε απόφασή του ημερ. 23/8/2019 που αφορούσε αίτηση δανειολήπτη για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος που να αναστέλλει την πώληση ακινήτων με πλειστηριασμό λόγω του ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις πωλήθηκαν από ΑΠΙ σε εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων και υπερέβαιναν το €1 εκατ., τόνισε ότι είναι καθαρό ότι ο Νόμος θέτει ως οροφή συνολικού υπολοίπου των πιστωτικών διευκολύνσεων το ποσό του €1 εκατ. Οι πιστωτικές διευκολύνσεις που ήθελε να εξαιρέσει ο νομοθέτης προβλέπονται στο άρθρο 3(3) του Νόμου, τις οποίες και καταγράφει. Όπως αναφέρει, με το εδάφιο 3(2) ο νομοθέτης δεν εξαίρεσε οτιδήποτε, ούτε άλλαξε το ποσό του €1 εκατ. Αν ήθελε να εξαιρέσει θα χρησιμοποιούσε τη λέξη «εξαιρούνται» που αναφέρει στο άρθρο 3(3) και όχι τη λέξη «ανεξαρτήτως» που χρησιμοποιεί στο άρθρο 3(2), με το οποίο ο νομοθέτης εισάγει διαδικαστικά θέματα, τα οποία εναποθέτει, κυρίως, στους ώμους των ΑΠΙ ή των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων. 

Το Δικαστήριο, αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν είχε δικαιοδοσία ενόψει του διατάγματος που εκδόθηκε και ενέκρινε το Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ του ΑΠΙ και της εταιρείας εξαγοράς, τόνισε ότι δεν θα εξετάσει τη νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος, καθότι δεν είχε τέτοια εξουσία, η αίτηση βασιζόταν στα άρθρα 198 – 200 του Κεφ. 113 και όχι στο Ν. 169(Ι)/2015 και σ’ αυτήν ο δανειολήπτης δεν ήταν διάδικος ούτε κλητεύθηκε ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Κατέληξε ότι αφού το υπόλοιπο των πιστωτικών διευκολύνσεων του δανειολήπτη κατά τον χρόνο εξαγοράς τους υπερέβαινε το €1 εκατ., ο Νόμος δεν είχε εφαρμογή και δεν μπορούσε να γίνει η πώληση ή η εκχώρησή τους, γι’ αυτό και εξέδωσε το παρεμπίπτον διάταγμα αναστολής του πλειστηριασμού.

Η Δικαστής, κα Ε. Εφραίμ, στην απόφασή της ημερ. 31/12/2019 που αφορούσε παρόμοια περίπτωση δανειολήπτη και εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων, κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Τόνισε ότι από τη στιγμή που η μεταβίβαση των εν λόγω διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων έχει εγκριθεί και επικυρωθεί με διάταγμα δικαστηρίου που ενέκρινε το Σχέδιο Διακανονισμού, δεν παρέχεται εξουσία στο παρόν Δικαστήριο να υπεισέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στη νομιμότητα αυτού και να κληθεί να αποφασίσει διαφορετικά. Ο δανειολήπτης παρέπεμψε και περιορίστηκε στο Ν. 169(Ι)/2015, πλην όμως το δικαστικό διάταγμα εκδόθηκε στη βάση τόσο του Νόμου αυτού όσο και των άρθρων 198 – 200 του Κεφ. 113. Επομένως, θεώρησε ότι τυχόν ενασχόληση με τους ισχυρισμούς αυτούς θα απέληγε σε έλεγχο και αναθεώρηση του εν λόγω διατάγματος και τέτοια εξουσία έχει μόνο το Εφετείο. Κατέληξε ότι σε περίπτωση μη έκδοσης του παρεμπίπτοντος διατάγματος, η αγωγή του δανειολήπτη δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου, ειδικότερα εφόσον το όλο ζήτημα απολήγει να αποτιμάται σε χρήμα και απέρριψε την αίτηση. 

Δεδομένης της σοβαρότητας του ζητήματος, εφόσον ο Νόμος δεν επιτρέπει πώληση τέτοιας πίστωσης, η Κεντρική Τράπεζα που εποπτεύει τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων οφείλει να εξετάσει το όλο θέμα μέσα από τις πρόνοιες του Νόμου. 

* Δικηγόρος στη Λάρνακα.