Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Δημοτικού Κέντρου Τεχνών Λεμεσού- Αποθήκες Παπαδάκη έχει μάθει πια καλά πως όλα στη ζωή περνούν – και τα καλά και τα άσχημα.

– Κρύβεται κάποια ιστορία πίσω από το όνομά σου; Ήταν το αγαπημένο όνομα της αδελφής της μητέρας μου, που δυστυχώς δεν γνώρισα ποτέ. Την έλεγαν Μαρίτσα/ Ρίτσα και πάντα έλεγε ότι θα το αλλάξει και θα το κάνει Μαρίζα επειδή της άρεσε πολύ. Δυστυχώς, σκοτώθηκε πολύ νωρίς σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Έτσι, όταν γεννήθηκα, η μητέρα μου αποφάσισε ότι θα μου έδινε το όνομα που ήθελε η θεία μου να έχει.

 
– Της μοιάζεις; Η μαμά μου λέει πως ναι, δεν ξέρω όμως αν ισχύει… Μπορεί επειδή έχω το όνομα να θέλει πιο πολύ να της τη θυμίζω. 
 
– Ποιες ήταν οι σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό σου την πρώτη σου μέρα στη Σχολή Καλών Τεχνών; Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά θυμάμαι την αγωνία για το αν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω, την ανυπομονησία. Ήταν πολύ σημαντική περίοδος τότε για μένα, έμαθα πάρα πολλά, κοντά σε σημαντικούς δασκάλους. Έμαθα να σκέφτομαι με ένα διαφορετικό τρόπο.
– Ποια συμβουλή θα έδινες στον 18χρονο εαυτό σου; Να μην είναι τόσο απόλυτος. Και ότι όλα περνούν, και τα καλά και τα άσχημα.
 
– Ποια ήταν η πρώτη δουλειά που ανέλαβες; Ήταν στο θέατρο μετά τις σπουδές, ως βοηθός του Glyn Hughes στην παράσταση Zozos στο Θέατρο Ένα σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη. Θυμάμαι τα μεγάλα τελάρα με τα έργα του Glyn, που σχεδίασε ειδικά για την παράσταση και το σπίτι του στο Καϊμακλί, όπου δουλεύαμε για να τα ετοιμάσουμε. Μου είχε κάνει εντύπωση πόσο προσιτός ήταν ο Glyn. Και που μου έλεγε «ποτέ μη σταματάς να δουλεύεις, ποτέ μη σταματάς να ζωγραφίζεις». Όπως έκανε και ο ίδιος.
 
– Θυμάσαι κάποια αναποδιά που σου έτυχε στο θέατρο, πριν από την πρεμιέρα; Αναποδιές πολλές. Να είναι η μέρα της πρεμιέρας, να κάνουμε πρόβες δυο ώρες πριν και να ξεκολλούν τα παπούτσια του ηθοποιού και να τρέχουμε εκείνη την ώρα για να τα επιδιορθώσουμε ή να κάθεται ο ηθοποιός στο φρεσκοβαμμένο σκηνικό και να καταστρέφονται τα πάντα!
 
– Πώς αντιδράς όταν συμβαίνουν όλα αυτά; Έχω άγχος, πάντα έχω, αλλά δεν είναι πια σαν τα πρώτα χρόνια που ήταν ανεξέλεγκτο. Τώρα έμαθα πως μπορεί να δουλέψεις περισσότερο, εκτός ωραρίου, αλλά έχεις ένα deadline και ό,τι κι αν έχει συμβεί, πρέπει να το τηρήσεις. Αποκτάς την εμπειρία, έχεις τους συνεργάτες σου, ξέρεις πού θα πας και πού θα απευθυνθείς και δεν σου φαίνονται όλα βουνό, όπως ήταν στην αρχή. 
 
– Τι βλέπεις αυτή τη στιγμή από το παράθυρό σου; Τον Πενταδάκτυλο από τη μία και τα κτήρια της Λευκωσίας από την άλλη.
 
– Ποιο σημείο της πόλης απολαμβάνεις περισσότερο; Τη γειτονιά όπου βρίσκεται το εργαστήρι μου στην παλιά πόλη. Αν και δεν περνώ πολύ χρόνο εκεί, είναι για μένα ένα σημείο που με χαλαρώνει και με ηρεμεί. Είναι ένα κομμάτι της πόλης όπου μέτρο συνεχίζει να είναι ο άνθρωπος…
 
– Λιγότερο; Δεν είναι ένα συγκεκριμένο σημείο αλλά όλες οι στιγμές που περνώ στο αυτοκίνητο κολλημένη στην κίνηση. 
 
– Τι νομίζεις πως χρειάζεται για να γίνει πιο ανθρώπινη; Λιγότερα αυτοκίνητα, περισσότερους χώρους πρασίνου, περισσότερο σεβασμό στους γύρω μας, πλατείες με την έννοια του σημείου συνάθροισης των ανθρώπων.
 
– Με τη Λεμεσό τι σε συνδέει; Έμενα στη Λεμεσό μέχρι 7 ετών. Οι γονείς μου είναι από την Αμμόχωστο και εγώ γεννήθηκα λίγο μετά την εισβολή στην Αθήνα. Επειδή όλοι οι συγγενείς της μητέρας μου, μετά τον πόλεμο κατέληξαν στη Λεμεσό, όταν επιστρέψαμε στην Κύπρο, πήγαμε εκεί. Γενικά, οι δεσμοί μου με τη Λεμεσό είναι πολύ στενοί, αφού περνούσα εκεί τα καλοκαίρια μου, με τη γιαγιά και τον παππού. Ξέρω αρκετά καλά την πόλη και τώρα με το Κέντρο Τεχνών τη γνωρίζω ακόμα καλύτερα και την εντάσσω στην καθημερινότητά μου.  
 
– Σε ποιο μέρος του κόσμου θα ήθελες ιδανικά να ζεις; Θα ήθελα να μπορώ να κάνω πολλά ταξίδια, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, να γνωρίζω τους ανθρώπους της κάθε πόλης/χώρας που θα επισκεπτόμουν. 
 
– Αν μπορούσες να κάνεις ένα ταξίδι στο χρόνο, σε ποια εποχή θα επέλεγες να βρισκόσουν; Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ, ίσως όμως να πήγαινα πίσω στη Γαλλία του 18ου αιώνα, πιο πολύ για τα υπέροχα φορέματα, τις περούκες και τα αξεσουάρ. Όλα αυτά που είναι τόσο θεατρικά και θα μου άρεσε να το ζήσω όλο αυτό, να είχα την εμπειρία. 
 
– Μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο; Να τον αλλάξει, όχι. Να τον κάνει όμως καλύτερο ναι, μέσα από μία διαδικασία προσωπική για τον καθένα.

* Η Μαρίζα Παρτζίλη είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια του Δημοτικού Κέντρου Τεχνών Λεμεσού- Αποθήκες Παπαδάκη, ενώ έχει αναλάβει τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης του ΘΟΚ «170 τετραγωνικά» του Γιωργή Τσουρή και του έργου «Μακρόνησος» του Μιχάλη Παπαδόπουλου, στο Θέατρο Αντίλογος, σε σκηνοθεσία Αλεξίας Παπαλαζάρου.
 

Φιλgood, τεύχος 240.