Η μαούνα αναχωρούσε από το λιμάνι στις 10.00 ακριβώς το πρωί. Εντυπωσιακή η ακρίβεια με την οποία λειτουργούν τα επιβατικά μα και τα μεταγωγικά σκάφη στην Ελλάδα. Με το που μπαίνει ένα καράβι ή ένα δελφίνι στο λιμάνι, η καταπακτή του πλοίου ανοίγει, βγαίνουν αυτοκίνητα, μηχανάκια και φορτηγά ενώ ταυτόχρονα, με ασφάλεια κατεβαίνουν από το πλάι οι επιβάτες. Σε χρόνο ρεκόρ το αμπάρι ξαναγεμίζει με οχήματα ενώ μια νέα φουρνιά επιβατών ανεβαίνει τη σκάλα που οδηγεί στο κατάστρωμα. Ξανακλείνει το αμπάρι, παίζει και πάλι η μπουρού ενώ το πλοίο έβαλε ήδη πλώρη για το επόμενο νησί, φορτωμένο με προμήθειες, επιβάτες, παραθεριστές, όνειρα, επιθυμίες, προσδοκίες. 

Κάποιοι ταξιδιώτες μόλις τώρα αρχίζουν τις διακοπές τους ενώ για άλλους αυτές φτάνουν στο τέλος τους. Θα επιστρέψουν στον τόπο τους, μακριά από τον μεσογειακό ήλιο και το απέραντο γαλάζιο, στην καταχνιά μιας μεγαλούπολης του Βορρά, με τον ήλιο του μεσονυχτίου να ακονίζει τα νεύρα, το ψιλόβροχο, το φως στα γραφεία και στα εργοστάσια και την επιστροφή των παιδιών στα σχολεία, «με το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα της Ευρώπης», σύμφωνα με τις στατιστικές.

Το ελληνικό καλοκαίρι είναι στο ζενίθ του, εδώ κτυπά ο παλμός του κόσμου και οι τζίτζικες μέσα από τα πεύκα, τις ελιές και τις συκιές δίνουν με τα ταμπούρλα τους ένα ρυθμό, ασταμάτητο, αστείρευτο κάτω από το λιοπύρι. Οι παραθεριστές αφήνονται στον ρυθμό αυτό μέχρι τη νύχτα που κοπάζουν και μόνο ο φλοίσβος ακούγεται σε ήσυχα ακρογιάλια. Αφηνόμαστε κι εμείς στον παλμό του αιώνιου παρόντος μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, αυτή τη μέρα χαρμολύπης όπου ο χρόνος κόβεται στα δυο όταν σημάνουν οι καμπάνες της Κοίμησης της Θεοτόκου. Από τη μέρα αυτή παρά τον λάλλαρο, πατάμε με το ένα πόδι στο καλοκαίρι και με το άλλο στο φθινόπωρο παρόλο που στην καρδιά της Μεσογείου, το φθινόπωρο αργεί ημερολογιακά. Αρχίζει όμως η αντίστροφη μέτρηση, το τέλος των διακοπών, η επιστροφή στα γραφεία, στα εργοτάξια, στα θρανία, στην καθημερινότητα και στη ρουτίνα με τις μικροσυνήθειές μας. Λογαριασμοί θα γυροφέρνουν στο μυαλό των μεγάλων, οι δόσεις, τα έξοδα για τα νέα σχολικά είδη, τα φροντιστήρια, οι σπουδές των παιδιών… «Γυρίσαμε, πάντα κινούμε για να γυρίσουμε στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα στις άδειες παλάμες». 

Εμείς ανεβαίνουμε στο πλοιάριο που θα μας μεταφέρει στο απέναντι νησί, ενώ ένας ναύτης μας παίρνει τα εισιτήρια από το χέρι, ξεδένει το πλοίο και σηκώνει άγκυρα. Ένα αγοράκι κάθεται μόνο σε μια γωνιά, κοιτώντας τη θάλασσα ή περιεργαζόμενο τους επιβάτες, μέχρι που τα μάτια του κλείνουν και τυλίγεται στον ύπνο. Το κεφάλι του κρέμεται κάτω από το ξύλινο παγκάκι, μα καμιά μητέρα δεν τρέχει να τον τακτοποιήσει. Δυο μεσήλικες κυρίες αν και διστάζουν, πλησιάζουν, φτιάχνοντας του μαξιλάρι με την πετσέτα τους ενώ επισημαίνουν στον ναύτη την παρουσία του ξεχασμένου παιδιού. Τις ευχαριστεί και τους λέει: 

-Να ‘στε καλά, ο γιος μου είναι, τον φέρνω κάθε μέρα μαζί μου, η μητέρα του εργάζεται καμαριέρα και δεν έχουμε πού να τον αφήσουμε μέχρι ν’ ανοίξουν τα σχολεία. 

Όταν το παιδάκι ξυπνά, του πετά ένα σακουλάκι πατατάκια που απολαμβάνει χαρούμενος ενώ παρατηρεί τα συνομήλικά του παιδιά που κάθονται ή ξαπλώνουν πάνω στους γονείς τους με ένα τάμπλετ ή ένα κινητό στο χέρι, παίζοντας με εικονικούς φίλους ή σκοτώνοντας ανύπαρκτους εχθρούς. Μια από τις οικογένειες κατάγεται από την Ελβετία και μιλάει γαλλικά. Το ξανθό ηλιοκαμένο αγοράκι τους με τα γαλάζια μάτια, ντυμένο με ακριβά σινιέ ρούχα, είναι συνομήλικος του Μάριου. Όταν μεγαλώσει θα γίνει τραπεζίτης όπως ο πατέρας του, λέει στις δυο γυναίκες, ενώ ο Μάριος τους απαντά πως θέλει να γίνει καπετάνιος. Λίγο προτού το σκάφος δέσει στο λιμάνι, κρατά με καμάρι μια πινακίδα που του έδωσε ο πατέρας του, όπου αναγράφεται «Αναχώρηση-Departure: 16.45». Σηκώνει την πινακίδα στα δυο μικρά μα δυνατά του χέρια και την επιδεικνύει στους επιβάτες που κατεβαίνουν από το σκάφος, νιώθοντας περήφανος και υπεύθυνος αφού από αυτόν εξαρτάται η έκβαση του ταξιδιού των επιβατών, αν θα πιάσουν ή θα χάσουν το καράβι και θα μείνουν για πάντα στο νησί. 

Οι μεσήλικες γυναίκες παίρνουν άδεια από τον πατέρα για να δώσουν ένα χαρτονόμισμα στον μικρό Μάριο, ο οποίος περνά το ταξίδι της επιστροφής, κρατώντας το χαρούμενος στα δυο του χέρια και αρνούμενος να το φυλάξει στις τσέπες του. Τον ρωτούν αν θα αγοράσει μ’ αυτό κάποιο παιχνίδι και ο μικρός απαντά πως θα πιάσει δώρο για τον παππού και τη γιαγιά που ζουν ψηλά στο βουνό, σ’ ένα χωριό της Αλβανίας. Όταν μεγαλώσει θα πάρει γονείς και παππούδες μαζί του στο καράβι του και θα τους δείξει όλο τον κόσμο.