Η έλλειψη λογοδοσίας και τα επίχειρα

Η επέτειος της δολοφονίας του Δώρου Λοΐζου πριν από μερικές μέρες, έδωσε την ευκαιρία για να τεθεί εκ νέου το πολύ απλό ερώτημα: Γιατί δεν διώχθηκαν οι δολοφόνοι του από τη στιγμή μάλιστα που υπήρξαν μαρτυρίες εναντίον τους; 

Ασφαλώς το άκρως τεταμένο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής δεν ευνοούσε κινήσεις οι οποίες ενδεχομένως να λειτουργήσαν εμπρηστικά, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι έλυναν τις διαφορές τους με τα όπλα. Σύμφωνοι. Δυστυχώς όμως η ζημιά που προκάλεσε το κουκούλωμα πολιτικών εγκλημάτων, τα οποία πρωτίστως ήταν και εγκλήματα του κοινού ποινικού κώδικα, είναι μεγαλύτερη του οφέλους που άφησε ο «κλάδος ελαίας» τον οποίο το κράτος προσέφερε σε εκείνους που επεδίωξαν να το καταλύσουν. Εξίσου μεγαλύτερη ζημιά προκάλεσε όμως η ανοχή την οποία το κράτος επέδειξε έναντι εγκλημάτων σε βάρος αρκετών άλλων απλών και ανώνυμων πολιτών, Ελληνοκυπρίων αλλά και Τουρκοκυπρίων. Η αυτοματοποιημένη απάντηση περί των συνθηκών της εποχής είναι βάσιμη και κατανοητή αλλά μισό και πλέον αιώνα μετά θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να συμφιλιωθούμε με την αλήθεια ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε έστω και ένα βήμα προς τα μπρος. 

Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε και εξακολουθεί να έχει ηθική και νομική υποχρέωση έναντι των πολιτών της για εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος τους. Οι πολιτικοί δικαιούνται να δίδουν πολιτική άφεση αμαρτιών και να αναλαμβάνουν και το κόστος των πράξεών τους, αλλά αυτό δεν απαλλάσσει την πολιτεία από την υποχρέωση για ισονομία και δικαιοσύνη. Η γη της Κύπρου είναι ποτισμένη με αίμα αθώων ανθρώπων που έπεσαν θύματα του μίσους και του φανατισμού. Η αδυναμία του κράτους να υπηρετήσει το θεσμικό του ρόλο ως θεματοφύλακα της ασφάλειας και του κάθε πολίτη και να διαφυλάξει το ιερό δικαίωμα στη ζωή, (υπό τις δραματικές συνθήκες της εποχής, επαναλαμβάνουμε), θα ήταν λιγότερο επώδυνη εάν η πολιτεία φρόντιζε έστω ώστε αν μη τι άλλο να ικανοποιήσει στον ελάχιστο βαθμό το περί δικαίου αίσθημα και να δώσει απαντήσεις στα πολύ απλά ερωτήματα που πηγαινοέρχονται κάθε χρόνο, με κάθε ευκαιρία και σε κάθε επέτειο: Ποιος σκότωσε το Δώρο Λοΐζου μέρα μεσημέρι; Την ώρα μάλιστα που ο εχθρός ήταν εντός των πυλών και καταλάμβανε σχεδόν ανενόχλητος τη μισή Κύπρο;  

Το ερώτημα είναι πολύ απλό και συγκεκριμένο αλλά δεν είναι το μόνο, γιατί είναι και πολλά άλλα τα εγκλήματα που περιμένουν απάντηση.

Το πέπλο μιας παρεξηγημένης αντίληψης για τη λήθη απλώθηκε επί δικαίων και αδίκων, υπηρετώντας για πολλές δεκαετίες τη λογική της ισοπέδωσης, που προκαλεί η ανεπάρκεια του κράτους να διώξει γνωστούς -και μη- εγκληματίες. Δυστυχώς η πολιτεία όχι μόνον απέτυχε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις λειτούργησε και ως καθαρτήριο για πολλούς από αυτούς, στους οποίους μάλιστα εμπιστεύθηκε ζηλευτά αξιώματα.

Η έλλειψη λογοδοσίας την οποία όλοι κατακρίνουμε σήμερα ότι ευθύνεται για την ασυδοσία και τη διαφθορά, δεν προέκυψε εκ του μηδενός. Είναι το αποτέλεσμα της ευκολίας με την οποία το ίδιο το κράτος μοίραζε συγχωροχάρτια στο όνομα δήθεν της εθνικής ομοψυχίας. Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας θα διαπιστώσει ότι όλα τα μεγάλα εγκλήματα καταδικάζονται μεν αλλά την ίδια ώρα ξεπλένονται απροκάλυπτα, κατά τρόπο εντυπωσιακό και προκλητικό, από το ίδιο το Κράτος και από άλλα κέντρα εξουσίας, θεσμικά και μη. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο χρόνο με το χρόνο η εμπιστοσύνη των πολιτών κλονίζεται όλο και περισσότερο έναντι των θεσμών. 

Σε μια σύγχρονη και πολιτισμένη κοινωνία ποτέ η τιμωρία δεν είναι αυτοσκοπός. Εξακολουθεί όμως να έχει διδακτικό χαρακτήρα και να στέλνει στους πολίτες το μήνυμα ότι μπροστά στο νόμο όλοι είναι ίσοι. Δυστυχώς όμως από τη στιγμή κατά την οποία το κράτος έκλεισε τα μάτια στο μεγαλύτερο έγκλημα που διαπράχθηκε ποτέ εναντίον της χώρας, θα ήταν αφέλεια να πιστεύουμε ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη στα πολλά άλλα ανομήματα που διαπράχθηκαν στη συνέχεια. Μέρα μεσημέρι, μπροστά στα μάτια μας. Όπως και τότε.