«Υπήρξε μεγάλη περίοδος απραξίας για την οποία δεν υπάρχει αιτιολογία». Με αυτή τη διαπίστωση το Ανώτατο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους €2.500 σε κληρονόμους τουρκοκυπριακής περιουσίας, αναγνωρίζοντας ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα εκδίκασης της υπόθεσής τους εντός εύλογου χρόνου.
 
Η υπόθεση αφορούσε αγωγή που ασκήθηκε, το 2007, από Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες γης στις ελεύθερες περιοχές, οι οποίοι υποστήριζαν ότι υπήρχε παράνομη επέμβαση στην περιουσία τους από τον Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και γενικά από τη Δημοκρατία. Όπως φαίνεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταλογιζόταν στη Δημοκρατία και στον Κηδεμόνα ότι «μετά τον Αύγουστο του 1974 έλαβαν τον έλεγχο και την κατοχή των περιουσιών χωρίς την άδεια ή συγκατάθεση των αποβιωσάντων ή των διαχειριστών τους και χωρίς την καταβολή ενοικίου ή αποζημίωσης».
 
Προκύπτει, επίσης, ότι προβλήθηκε η θέση ότι «οι ενάγοντες ως διαχειριστές της περιουσίας των ιδιοκτητών ζήτησαν επιστροφή των επίδικων περιουσιών, αλλά οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να τους καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό και με την αγωγή «αξίωναν διάταγμα που να διατάσσει τους εναγομένους σε παράδοση της κατοχής των περιουσιών». Η αγωγή απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε αρχές του 2015 και αμέσως ασκήθηκε έφεση, η οποία εκκρεμεί από τότε.
 
Παραθέτοντας την πορεία της υπόθεσης το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «έχοντας υπόψη τη φύση της υπόθεσης, η οποία δεν φαίνεται να παρουσιάζει ασυνήθεις δυσκολίες σε συνάρτηση με τις νομολογιακές κατευθύνσεις για την έννοια του εύλογου χρόνου εκδίκασης, θεωρούμε πως υπήρξε παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης της έφεσης. Υπήρξε μεγάλη περίοδος απραξίας για την οποία δεν υπάρχει αιτιολογία. Ο καθορισμός της υπόθεσης για ακρόαση δεν έγινε ακόμη –και αυτό είναι κοινό έδαφος– λόγω του όγκου των υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου…». Σημειώνεται ότι το Ανώτατο έκρινε πως «αναφορικά με την εφετειακή διαδικασία δεν εντοπίζεται καμία παράλειψη ή πράξη των ιδίων των αιτητών, ώστε να στοιχειοθετείται και δική τους υπαιτιότητα στην καθυστέρηση».
 
Υπό τις περιστάσεις η αποζημίωση καθορίστηκε στις €2.500, ενώ η Δημοκρατία θα καταβάλει και τα δικαστικά έξοδα της συγκεκριμένης διαδικασίας, η οποία είχε ως αντικείμενο την εξέταση του θέματος της καθυστέρησης στην εκδίκαση της έφεσης.