Μια διδακτική ιστορία από τον Κυριάκο Ταπακούδη.
Ήταν άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που μεγάλωσε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός και βοηθό τη γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι και μεγάλωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του Θεού όλα τα παιδιά τους και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από νωρίς έως μέχρι το βράδυ και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής. 
Ένιωθε ευτυχής, καθώς πίστευε ότι είχε όλα όσα έπρεπε να έχει. Ολιγαρκής δεν αποζητούσε εκτός από τα απαραίτητα. Δεν ήθελε περισσότερα, ένιωθε πλήρης και ευλογημένος από τον Θεό. 
Ήταν φιλόξενος και είχε το τραπέζι του πάντα στρωμένο για όλους. Πολλές φορές με φίλους ή γείτονες διασκέδασαν και πολλές φορές έδωσε από τα περισσεύματά του σε φτωχούς και ανήμπορους.
Αγαπούσε όλο τον κόσμο, το ίδιο πίστευε πως τον αγαπούσαν, καθώς αυτό έβλεπε από τον κόσμο. Ο καιρός πέρασε, μοίρασε την περιουσία του στα παιδιά του τα οποία έφυγαν εδώ και εκεί σε διάφορους τόπους και έμεινε αυτός και η καλή του σύζυγος μονάχοι. Σε μεγάλη ηλικία πλέον μην μπορώντας να εργαστούν όπως πρώτα, κάθε πρωί έζεχναν το γαϊδουράκι τους και ροβολούσαν σε ένα χωραφάκι που κράτησαν για τον εαυτό τους απλά για να περνούν την ώρα τους. Μια κακιά μέρα όμως η γυναίκα του πέθανε και το μαράζι τον κυρίευσε. Την αγαπούσε πολύ, ήταν μόνο ό,τι είχε, γι’ αυτό ο πόνος του ήταν πολύ μεγάλος. Στενοχωρημένος μέσα σε ένα άδειο σπίτι χωρίς πλέον συντροφιά, βίωνε μια απέραντη μοναξιά. Τα παιδιά του και οι συγγενείς του τον παρηγορούσαν και του εξηγούσαν ότι με τον καιρό θα συνηθίσει και θα το ξεπεράσει. Πέρασε ο καιρός και συνήθισε τον πόνο, αλλά η μοναξιά του ήταν αφόρητη, δεν μπορούσε να την αντέξει. Μόνος και έρημος χωρίς καμιά συντροφιά, αφού τα παιδιά του και τα εγγόνια του ζούσαν μακριά, βίωνε την απόλυτη μοναξιά, σε μια απέραντη μοναχικότητα που του τριβέλιζε και του μάγκωνε το νου. Αυτός που έζησε μια ολόκληρη ζωή έχοντας κάθε λεπτό δίπλα του τη συντροφιά της, αυτός που αμέτρητα χρόνια δουλεύοντας από πρωί έως βραδύς είχε μια πλήρη απασχόληση, τώρα έμεινε μόνος και δεν είχε να κάνει κάτι και οι σκέψεις του κόλλησαν στο παρελθόν και ένιωθε μόνος, απόλυτα μόνος μέσα σε μια απεριόριστη μοναξιά που του δημιουργούσε άγχος και πόνο.
Βαρέθηκε τη ζωή και παρακαλούσε τον Θεό να τον πάρει κοντά του να πάψει να πονά και να στεναχωριέται. Βαρέθηκε να ζει αφού δεν είχε πλέον έναν σκοπό, δεν είχε δίπλα του κανέναν εκτός από τη μοναξιά του, αυτή τη μοναξιά που σμπαραλιάζει τις αντοχές και σπάζει τα νεύρα προκαλώντας ατελείωτο στρες στο μυαλό, στην καρδιά, στην ψυχή.
Μαζί με τη γυναίκα του, θυμάται, πόση χαρά ένιωθαν όταν σε κάποιες γιορτές έρχονταν τα παιδιά τους με τα εγγόνια τους και γέμιζε χαρούμενες φωνές η αυλή και η πλάση γύρω. Έστρωναν το μεγάλο τραπέζι και κάθονταν όλοι και ήταν όλα χαρά Θεού. Θυμάται τα εγγόνια του να τον περιτριγυρίζουν και αυτός ως ο καλός παππούς, ήταν ο αγαπημένος ήρωας τους. Τους έλεγε πάντα ναι, ό,τι και να του ζητούσαν. Όταν ακόμα καμιά φορά η γιαγιά τους έλεγε όχι, αυτός κρυφά τους έκανε τα χατίρια. Θυμάται ακόμα τα παιδιά να μαλώνουν με τους γονείς, αλλά με αυτόν καμιά φορά. Όλο τον άκουγαν και όλο τον αγαπούσαν.
Όμως πάνε εκείνες οι εποχές, πάει η σύζυγός του, τα παιδιά του τράβηξαν τον δρόμο τους και αυτός έμεινε εδώ, μοναχός στην έρμη μοναξιά του και στη μεγάλη του στεναχώρια. Μέσα σε αυτές τις κακές σκέψεις μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε και μόλις άκουσε τη φωνή, το πρόσωπό του αναγάλλιασε και ένα χαμογέλιο άνθησε στο πικραμένο του χείλι. Στην άκρια της γραμμής ήταν ο εγγονός του που είχε το όνομά του και χαρούμενα τον ρώτησε τι κάνει και του είπε πως τον πεθύμησε και πως θα ερχόταν στο χωριό να κάμει μαζί του το φετινό καλοκαίρι. Οι επόμενες μέρες ήσαν γεμάτες και πυρετώδεις για τον γεράκο. Καθάρισε το σπίτι από γωνιάς, κλάδεψε τα δένδρα στην αυλή, καθάρισε τα αγριόχορτα, ασβέστωσε το σπίτι και μπογιάτισε τις πόρτες. Χωρίς να έχει βαριεστημάρα πλέον, με νέα πνοή και όρεξη στρώθηκε στη δουλειά και γεμάτος προσμονή περίμενε την επίσκεψη του αγαπημένου του εγγονού.
Και όταν τα απογεύματα κουρασμένος έγερνε στην παλιά αναπαυτική να ξεκουραστεί, σκεφτόταν πόση χαρά προκαλούν στους γέρους τα αγαπημένα τους πρόσωπα και πόσο εύκολα γεμίζουν τη ζωή τους διώχνοντας πέρα τη σκληρή μοναξιά  που μόνο θλίψη και κατάθλιψη τους προκαλεί.