Πότε, επί τέλους, θα γίνει κατανοητό από τους κύκλους του ΟΗΕ και, γενικά, από τον διεθνή παράγοντα ότι το Κυπριακό δεν είναι δικοινοτικό πρόβλημα; Δεν είναι διαφορά μεταξύ των δύο κοινοτήτων και, ως εκ τούτου, δεν θα το λύσουν –γιατί δεν μπορούν να το λύσουν– οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Ακιντζί, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν ήταν περιθωριοποιημένος από την Τουρκία και υπό αποδόμηση. Αυτός είναι ο λόγος που οι ατέρμονες διακοινοτικές συνομιλίες απέβησαν άκαρπες. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα, που ανάγεται στους τουρκικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς, που χαράχθηκαν πριν από 63 χρόνια. Για την επίτευξη αυτών των σχεδιασμών, έγινε η τουρκική εισβολή του 1974 και η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχομένων που επακολούθησε. 
Πότε, επί τέλους, θα σταματήσει αυτό το παραμύθι για συνομιλίες «κυπριακής ιδιοκτησίας»; Στις άκαρπες και ατέρμονες συνομιλίες, που διεξάγονται εδώ και 42 χρόνια, η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν έχει απέναντί της εκπροσώπους των τουρκοκυπρίων, αλλά φερέφωνα της Τουρκίας. Ο Ακιντζί και οι προκάτοχοί του δεν ήταν αυτόφωτοι. Ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Άντρος Κυπριανού, με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του Ακιντζί για την τουρκική εισβολή στη Συρία, έσπευσε να μας πει ότι αυτό που έκανε ο Ακιντζί «αποτελεί ένα χαστούκι για όλους αυτούς στην ελληνοκυπριακή κοινότητα που λένε από το πρωί μέχρι το βράδυ ότι όλοι οι Τουρκοκύπριοι είναι οι ίδιοι και όλοι είναι πειθήνια όργανα της Άγκυρας… ε, δεν είναι έτσι». Ο Μουσταφά Ακιντζί υπήρξε, ενόσω ήταν ανεκτός από την Τουρκία, φερέφωνο των θέσεων και των συμφερόντων της. Είναι αρκετά διαφωτιστικά τα όσα είπε πριν μερικά χρόνια σε μια ομιλία του στα Κόκκινα, όπου έθεσε ως προϋπόθεση για μια λύση τη διατήρηση των εγγυήσεων «ώστε να μην ζουν οι άνθρωποι υπό απειλή και σε αυτό πρέπει να γίνει μια ρύθμιση, παίρνοντας μαθήματα από το παρελθόν. Ο τ/κ λαός δεν βλέπει άλλη επιλογή επίτευξης της δικής του ασφάλειας εκτός από την Τουρκία … Ως η μικρότερη κοινότητα αριθμητικά, σίγουρα θέλουμε τη συνέχιση των εγγυήσεων της Τουρκίας». Αυτό, συνέχισε, «είναι η επιθυμία του «τ/κ λαού». 
Η Τουρκία με τον εποικισμό απέβλεψε και πέτυχε να πλήξει καίρια τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι έπαψαν να υφίστανται ως αυτοτελής και αυθύπαρκτη κοινότητα. Τα κατεχόμενα έχουν, εδώ και αρκετό χρόνο, ουσιαστικά ενσωματωθεί πλήρως στην Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι είναι όμηροι της Τουρκίας στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά. Αυτή η ωμή πραγματικότητα έχει προ πολλού συντελεστεί. Τα αποτελέσματα των τελευταίων «βουλευτικών εκλογών» στην κατεχόμενη Κύπρο, επιβεβαίωσαν και την περιθωριοποίηση όλων εκεινών των πολιτικών ομάδων που αντιτίθενται και αντιστέκονται στους επεκτατικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας και επιθυμούν την επανένωση του νησιού. Το ποσοστό τους, δεν ξεπερνά τα δάκτυλα των δύο χεριών. 
Με τα σημερινά δεδομένα που δημιούργησε η μακρόχρονη τουρκική κατοχή, δεν τίθεται πλέον θέμα συγκρότησης ομοσπονδιακού κράτους με τους Τουρκοκύπριους. Ούτε θέμα επανένωσης των δύο κοινοτήτων. 
Πώς, όμως, αναμένουμε από τους γραφειοκράτες του ΟΗΕ και τον διεθνή παράγοντα να κατανοήσουν τούτο, όταν οι δικοί μας πολιτικοί ηγέτες δεν έχουν κατανοήσει ή, τουλάχιστο, δεν προβάλλουν προς τα έξω, αυτή τη σωστή διάσταση του προβλήματός μας. 
Στις άτυπες συνομιλίες που θα διεξαχθούν στις 25 Νοεμβρίου στο Βερολίνο και στην, επίσης, άτυπη πενταμερή, που θα ακολουθήσει, θα προέλθουμε με το «λάβαρο» της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ). 
Την Τουρκία τη βολεύει μια λύση ΔΔΟ, με βάση την «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014, η οποία οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. Η Τουρκία δεν επιδιώκει μια γνήσια λύση δυο κρατών, που θα ανατρέψει τα μακροχρόνια σχέδιά της. Θα δεχθεί λύση δύο κρατών μόνο αν της δοθεί το δικαίωμα να «κηδεμονεύει» και το ελληνοκυπριακό κράτος. Πρώτιστο μέλημά της είναι όπως, μετά από οποιασδήποτε μορφής λύση, καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, που αποτελεί, με την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ασπίδα σωτηρίας μας. Στις συνομιλίες, αυτό που θα επιδιώξει η Τουρκία δεν θα είναι η συνομολόγηση όρων αναφοράς, αλλά όρων παράδοσης. 
Η Τουρκία μάς έχει παρασύρει σε ένα επικίνδυνο παιγνίδι του οποίου η έκβαση, αν συνεχιστεί, θα αποβεί μοιραία για τον κυπριακό Ελληνισμό. Εύχομαι να μην επαληθευθούν οι φόβοι που διατύπωσα σε προηγούμενο άρθρο μου για «ευφορία από μια θεαματική τουρκική ‘‘υποχώρηση’’, ώστε η ηγεσία μας να μην έχει άλλη επιλογή παρά να οδηγηθεί, πανηγυρίζουσα, στην υποταγή στις τουρκικές επεκτατικές ορέξεις». (Βλ. άρθρο στον «Φ» υπό τον τίτλο «Γιατί μια λύση Ομοσπονδίας δεν είναι βιώσιμη;». ημερ. 9/10/2016).