Με αυτόν ακριβώς τον όρο, πολιτική εξυπηρέτηση, ονομάζουμε στις μέρες μας το γνωστό ρουσφέτι. Τη βοήθεια, με το αζημίωτο πολλές φορές, που μας παρέχουν φίλοι και γνωστοί στο πολιτικό σύστημα. Ο όρος μού ήρθε στον νου σε συζήτηση που είχα, την προηγούμενη Τετάρτη, με τον καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Μάριο Ζαχαριάδη. Το τι είπαμε στο πλαίσιο συνέντευξης για τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η οικονομία, δημοσιεύεται σε άλλη σελίδα του «Φ». Ο καθηγητής, πάντως, στάθηκε στην ανάγκη να αλλάξει μια από τις πλέον κυρίαρχες πτυχές της κουλτούρας, όχι μόνο στην επιχειρηματική κοινότητα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία του νησιού. Η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση, μας είπε, είναι να νιώθει οποιοσδήποτε πολίτης, ή επιχειρηματίας, ότι μπορεί να λειτουργήσει σε αυτή την οικονομία, σε αυτή την κοινωνία, χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια πολιτικών, ή κομμάτων, ενός πολιτικού δικτύου.  Με μια πρόταση περιέγραψε ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια για την εδραίωση αξιοκρατίας στο νησί. 
Μου άρεσε, ως ιδέα, και την ανέδειξα στο κείμενο της συνέντευξης που παρέδωσα στον επικεφαλής του οικονομικού ρεπορτάζ του «Φ». Ούτε στιγμή, όμως, δεν πίστεψα ότι μπορεί να υπάρξει αλλαγή τέτοιου μεγέθους στην κουλτούρα του νησιού. Και είναι αλήθεια, δεν είναι μόνο οι επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν το πολιτικό σύστημα, για να κλείνουν δουλειές στα γρήγορα και με μεγάλα κέρδη. Γι αυτούς, βέβαια, οι εκάστοτε κυβερνήσεις και κόμματα θεσπίζουν και περνούν νομοσχέδια κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους. Παράδειγμα, το σχέδιο για τις πολιτογραφήσεις έναντι επενδύσεων, τα «χρυσά διαβατήρια». Γράφτηκε κατά παραγγελία των επιχειρηματιών ανάπτυξης γης. Για να χτίζουν πύργους, να πωλούν πανάκριβα διαμερίσματα σε επενδυτές που αιτούνται πολιτογράφησης, να βγάζουν εκατομμύρια και να μειώνουν τον υπέρογκο δανεισμό τους στις τράπεζες. Δάνεια, που δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν με άλλο τρόπο. Μάλιστα, αν πιστέψουμε το πολιτικό κουτσομπολιό, την ιδέα για να δίδονται «χρυσά διαβατήρια» στην Κύπρο, την έδωσε στον Πρόεδρο γνωστός επιχειρηματίας του κατασκευαστικού τομέα. 
Δεν είναι, όμως, μόνο οι επιχειρηματίες που επωφελούνται από το πολιτικό ρουσφέτι. Η αξιομνημόνευτη αυτή πρακτική έχει πολλούς θιασώτες και στην ευρύτερη κοινωνία. Ο κόσμος απευθύνεται σε κυβερνητικούς παράγοντες και στα κόμματα για κάθε λογής εξυπηρέτηση, από το σβήσιμο μιας κλήσης, μέχρι τον διορισμό σε δημόσια υπηρεσία. Αν δεν έχεις μέσον, αν δεν ξέρεις ανθρώπους στο πολιτικό σύστημα και στον κρατικό μηχανισμό, η δουλειά σου δεν γίνεται. Είναι τόσο πολύ διαδεδομένη η πολιτική εξυπηρέτηση, το βόλεμα, οι παρεμβάσεις πολιτικών προσώπων, που ακόμα και ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι σε έναν μικρό τόπο, όπως η Κύπρος, είναι αδύνατον να μην υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων. 
Το ρουσφέτι δεν είναι, βέβαια, κυπριακή εφεύρεση. Η πρακτική βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε πολλές χώρες, ακόμα και σε αυτές του «καθώς πρέπει» ευρωπαϊκού βορρά. Είναι αλήθεια, πάντως, ότι στις ανεπτυγμένες χώρες, οι πολιτικές εξυπηρετήσεις γίνονται με κόσμιο τρόπο, διακριτικά. Βοηθά και το γεγονός ότι ο πληθυσμός τους είναι μεγαλύτερος. Στην Κύπρο του ενός εκατομμυρίου, το ρουσφέτι δεν είναι απλώς εμφανέστερο, φωνάζει. Και δεν ενοχλεί κανένα, αφού όλοι ορκιζόμαστε στο όνομά του. Το έχουμε σαν ευαγγέλιο. Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι υπάρχει ποτέ περίπτωση να τερματιστεί η λαοφιλής αυτή πρακτική. Μακάρι να περιοριστεί. Αν πραγματικά θέλουμε, ντόπιοι και ξένοι επιχειρηματίες να σκεφθούν σοβαρά την Κύπρο για μεγάλες επενδύσεις. Γιατί, εδώ που τα λέμε, ποιος θέλει να ρίξει πολύ χρήμα σε τόπο, όπου το πολιτικό προσωπικό κάνει ό,τι μπορεί για να βολέψει γνωστούς και φίλους, με αντάλλαγμα ψήφους ή και πιο απτά οικονομικά οφέλη.