Η Ευγενία ήταν μια κυρία της υψηλής κοινωνίας, που έκανε τη μεγάλη ζωή σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Όπως και άλλες φίλες της, είχαν «κοπελλούδες» για να ασχολούνται με το νοικοκυριό και να τους μεγαλώνουν τα παιδιά. Οι ίδιες έμεναν απερίσπαστα δοσμένες στο κοινωνικό και φιλανθρωπικό τους έργο. Περνούσαν τις μέρες τους, σε κομμωτήρια, συνδέσμους στρογγυλής τραπέζης, τέια φιλανθρωπικά ή παίζοντας χαρτιά.
 
Με τα χρόνια κατέληξαν να μοιάζουν μεταξύ τους, ίδιο κτένισμα και βαμμένα καστανόξανθα τα μαλλιά, σκληρά σαν κράνος από την πολλή λάκα. Τα νύχια περλέ ή στο κόκκινο της φωτιάς, μαρτυρούσαν πως δεν είχαν την παραμικρή ανάμειξη με μπουγάδες και οικιακές δουλειές.
 
Όταν «δέχονταν» στο σπίτι τους, έβγαζαν από την προηγούμενη μέρα τα πορσελάνινα σερβίτσια, τα κρύσταλλα Βοημίας, τα επάργυρα μαχαιροπήρουνα και έστρωναν την τσόχα. Στο μπουφέ θα σέρβιραν τα καλύτερα γλυκά και αλμυρά που έφτιαχναν οι ίδιες, για τα οποία θα τις παίνευαν οι φίλες και συμπαίκτριές τους και ενίοτε θα αντάλλαζαν συνταγές.
 
Η αγορά στο νησί ήταν περιορισμένη και οι απογευματινές ή οι νυχτερινές έξοδοί τους μετά συζύγων, τόσο συχνές, που όσα κι αν ψώνιζαν από τη Monte Napoleone της Ρώμης ή την Bond Street του Λονδίνου, δεν κάλυπταν τις εμφανίσεις τους. Πήγαιναν λοιπόν σε μοδίστρες, κατέβαζαν νέα φιγουρίνια από το περιοδικό Burda και αντέγραφαν τις ντίβες του ελληνικού μα και του αμερικανικού  κινηματογράφου. Η Λία, η Κεντέα και η Χρυσάνθη, τους έραβαν άψογα ταγεράκια και βραδινές τουαλέτες.
 
Στην αγορά της κάθε πόλης αφθονούσαν τα καταστήματα υφασμάτων, όπως του Παφίτη, του Χριστάκη, του Αγγελόπουλου, ή του Τζιώρτζη όπου πηγαίναμε με τη μητέρα και εγώ χανόμουν στο πολύχρωμο δάσος από «ττόπια» υφασμάτων, ψηλότερα από το μπόι μου. Μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδα και σιφόν. Αλλού οι δαντέλες και πιο κάτω τα κασμίρια, τα μάλλινα ή τα λινά για τα ανδρικά κουστούμια. Ταπετσαρίες για καναπέδες και κουρτίνες με ανάγλυφα μοτίβα. Έφτανε και η πολυπόθητη στιγμή, όταν η μητέρα είχε πια κάνει τις επιλογές της. Οι πωλήτριες άπλωναν στον πάγκο τα υφάσματα, τα ξετύλιγαν, μετρούσαν τους «πήχες» και το μεγάλο ψαλίδι έκανε κρατς και έκοβε με ακρίβεια το ύφασμα, το οποίο τύλιγαν σε χαρτί. Φεύγοντας πηγαίναμε στη Margot ή στη ΖΑΚΟ για να διαλέξουμε κουμπιά, ομορφότερα και από κοσμήματα.
 

Σε λίγες μέρες και μετά από κάποιες πρόβες στη μοδίστρα, το φουστάνι έπεφτε χυτό στο ψιλόλιγνο σώμα της μητέρας, η οποία όπως και οι θείες και οι γειτόνισσες, δεν έβαφαν τα νύχια τους, δεν έπαιζαν χαρτιά, δεν ήταν μέλη σε συνδέσμους και σωματεία. Όλη τους η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την οικογένεια, τη δουλειά και το νοικοκυριό τους. Οι απογευματινές ή βραδινές έξοδοι, ήταν οικογενειακές, με παιδιά και ξαδέλφια.
 
Η παρέα της κυρίας Ευγενίας παρέμεινε πιστή στα ραντεβού των καρέ και της μπιρίμπας μέχρι και τα βαθιά γεράματα. Τις έπαιρναν τα παιδιά ή ο σωφέρ τους, με τη συνοδεία οικιακών βοηθών από την Ασία, οι οποίες στέκονταν πίσω τους και τις βοηθούσαν να ρίξουν το σωστό χαρτί, εφόσον η μια δεν έβλεπε καλά, η άλλη δεν άκουγε, της άλλης έτρεμαν τα χέρια και η κυρία με το  Alzheimer δεν θυμόταν αν είχε ρίξει χαρτί ή όχι.
 
Ώσπου μια μέρα κτύπησε το κουδούνι και από το θυροτηλέφωνο άκουσαν «C.I.D, ανοίξτε». Έκρυψαν τα χαρτιά και την τσόχα για να μην τις συλλάβουν, όπως έγινε με μια άλλη συνομήλική τους, την οποία έσυραν στα δικαστήρια στα 90 της για χαρτοπαίγνιο του ποσού των πέντε ευρώ! 
 
Τότε με ανακούφιση είδαν να μπαίνει στο σαλόνι ο ντελιβεράς, από το φαστφουντάδικο Κ.F.D. για να παραδώσει την παραγγελία του εγγονού.