Σοβαρό σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το Οικογενειακό Δικαστήριο αντίκρισε τις επιθυμίες ανήλικου, εντόπισε το Εφετείο (Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο), ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία δόθηκε η φροντίδα του παιδιού στη Γερμανίδα μητέρα του, η οποία είχε σκοπό να τον μεταφέρει για μόνιμη διαμονή στη χώρα καταγωγής της. Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε και το Εφετείο ανέτρεψε τα δεδομένα.   
 
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο ανήλικος γεννήθηκε το 2009 εκτός γάμου και αναγνωρίστηκε από τον πατέρα του, ο οποίος κατάγεται από την Κύπρο όπου και διαμένει, ενώ η μητέρα κατάγεται από τη Γερμανία όπου και διαμένει. Υπήρξε μία μακρά διαμάχη μεταξύ των δύο γονέων και ο καθένας διεκδικούσε το παιδί. Ο πατέρας, το 2015, καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ζητώντας να του αναθέσει την επιμέλεια του παιδιού και διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η έξοδός του από την Κύπρο χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή τη γραπτή συγκατάθεση του ιδίου. 
 
 
Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, η Δικαστής η οποία επιλήφθηκε της υπόθεσης, άκουσε, μεταξύ άλλων, τη μαρτυρία των γονέων και της δασκάλας του παιδιού, ενώ είχε μακρά συνέντευξη με το παιδί στο γραφείο της, διαδικασία η οποία προβλέπεται στη νομοθεσία. Αποφάνθηκε τελικά όπως αναθέσει τη φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια του ανήλικου στη μητέρα, ενώ εξέδωσε διάταγμα επιτρέποντάς της να μεταφέρει το παιδί στη Γερμανία για μόνιμη εγκατάσταση. 
 
 
Το Εφετείο, σε ό,τι αφορά στη συνέντευξη, υπέδειξε ότι «το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε μία εκτεταμένη συνέντευξη με το παιδί, υποβάλλοντας υπερδιπλάσιες ερωτήσεις από αυτές που υποβλήθηκαν στην πιο πάνω υπόθεση (σ.σ. Υπόθεση στην Αγγλία όπου υποβλήθηκαν 87 ερωτήσεις). Το παιδί ρητά ανέφερε ότι προτιμά να μείνει στην Κύπρο και να πηγαίνει στη Γερμανία για διακοπές. Όμως, το Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή η επιλογή ήταν υποβολιμαία».
 
Το συγκεκριμένο εύρημα του Δικαστηρίου βρέθηκε στο μικροσκόπιο του Εφετείου. Το Εφετείο τόνισε ότι «η γραμμή που διαχωρίζει τι είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να αποκομίσει από μία συνέντευξη με το παιδί και τι υπερβαίνει τις εξουσίες του, είναι λεπτή… Η προτίμηση του παιδιού, όπως τέθηκε από τις απαντήσεις στη συνέντευξη, έστω και εάν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήξει ότι δεν ήταν ειλικρινής, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε εύρημα ως προς την πραγματική του επιθυμία με θετικό τρόπο έτσι ώστε να επηρεάζει το τελικό εύρημα του Δικαστηρίου». Εξετάζοντας την υπόθεση συνολικά, το Εφετείο αποφάνθηκε ότι «τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι επισφαλή, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν την τελική του κρίση». Βάσει αυτών των δεδομένων, το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.