Η εκτεταμένη των ημερών αλλά και αναγκαία δημόσια συζήτηση για ενημέρωση περί του θέματος της δυνατότητας να τεθεί ένας δημόσιος υπάλληλος σε υποχρεωτική απομάκρυνση από τα καθήκοντά του, με απόφαση για διαθεσιμότητα, δημιούργησε σύγχυση στην κοινή γνώμη και πρόσθετα ερωτήματα. Τούτο γιατί η συζήτηση παρέμεινε ουσιαστικά στα καθιερωμένα και επιφανειακά ότι, δηλαδή δεν αποτελεί τιμωρία, ούτε ανατρέπει το τεκμήριο της αθωότητας και γίνεται μόνο για να διευκολυνθεί το έργο της διερεύνησης ενός ενδεχόμενου ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος, άρα κάθε διαθεσιμότητα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Από την όλη συζήτηση δεν αποδόθηκε η δέουσα σημασία στο ότι, η επίκληση του Δημόσιου Συμφέροντος γενικά, μηχανικά και αόριστα δεν αρκεί. Αντίθετα απαιτείται ως κρίθηκε από τη δικαιοσύνη, «… η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος πρέπει να εξειδικεύεται και δεν αρκεί η γενική αναφορά σ’ αυτό». Μάλιστα από το 1993 η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε, προφανώς δεσμευτικά για κάθε διοικητικό όργανο ότι, η απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, δεν αποτελεί αιτιολογία αλλά απαιτείται για να προσφέρει στήριξη σε κάθε ανάλογη διοικητική απόφαση, να «συγκεκριμενοποιείται» με αναφορά σε περιστατικά που θα αποκαλύπτουν τον συλλογισμό του οργάνου και θα επιτρέπει δικαστικό έλεγχο περί το εάν υπήρξε ή όχι νόμιμη στάθμισης όλων των δεδομένων. Άλλωστε, όπως τονίστηκε η «εξειδίκευση του δημόσιου συμφέροντος επιβάλλεται και ως προστασία των εννόμων συμφερόντων του επηρεαζόμενου», ιδιαίτερα με βάση και τα όσα θέτει ο επηρεαζόμενος, ασκώντας το δικαίωμά του για να ακουστεί πριν ληφθεί το διοικητικό αυτό μέτρο. 

Συνεπώς όταν η Αρμόδια Αρχή ζητά από την ΕΔΥ τη διαθεσιμότητα κάποιου Λειτουργού, δεν είναι αρκετό ή νόμιμο να αποφασίζεται μηχανικά ή δέσμια απλή αποδοχή του αιτήματος εάν οι πληροφορίες που τέθηκαν υπόψη της ΕΔΥ, εξ αντικειμένου δημιουργούν αδυναμία προσδιορισμού του δημόσιου συμφέροντος. Σε τέτοια περίπτωση δεν πρέπει να διατάσσεται η διαθεσιμότητα μηχανικά ως πάγια συνήθεια γιατί, ήδη κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι μια τέτοια αοριστία είναι «καταφανώς παράνομη». Άλλωστε κρίθηκε επίσης δικαστικά ότι ενίοτε το δημόσιο συμφέρον δεν εξυπηρετείται πάντα με τη διαθεσιμότητα, ενώ παράλληλα μπορεί να έχει «μειωτικό, προσβλητικό και δυσφημιστικό χαρακτήρα για το πρόσωπο του επηρεαζόμενου και την ιδιότητά του» όταν γίνεται ως συγκαλυμμένη περίπτωση αλλότριου μη νόμιμου σκοπού ή καταδίωξης. Τούτο αντίθετα και προς το Άρθρο 35 του Συντάγματος που επιβάλλει σε κάθε μια από τις τρεις εξουσίες του Συντάγματος (Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική) το καθήκον να διασφαλίζουν την «αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Συνεπώς και η διαθεσιμότητα ως μεταβολή στα υπηρεσιακά δικαιώματα και καθήκοντα ενός δημόσιου λειτουργού, είναι θέμα εκπλήρωσης καθήκοντος για νόμιμη ενέργεια και προφανώς η συγκεκριμενοποίηση των λόγων δημοσίου συμφέροντος, επιβεβαιώνει την έννοια του Κράτους Δικαίου.

*Δικηγόρος – Πρώην Βουλευτής