Ο δρόμος ήταν σπαρμένος με δάφνες και μυρσίνια. Διάχυτες στην ατμόσφαιρα μυρωδιές από τα λιβάνια και το λιωμένο κερί που άναβαν οι προσκυνητές έξω από την εκκλησία. Έσταζε όπως τα δάκρυα των προσκυνητών, ενώ ο καπνός ανέβαινε στους ουρανούς μαζί με τις προσευχές, τις ευχές και τις ελπίδες τους. Μοσχομύριζε καραμελωμένη ζάχαρη από το ροζ «παμπάτζιν», το μαλλί της γριάς όπως το έλεγαν στα ελληνικά, παρόλο που οι γριούλες είχαν άσπρα μαλλιά σαν τα χιόνια. Οσφραινόσουν ακόμη τα ζαχαροκάλαμα και τα καλαμπόκια που αιώνες πριν καλλιεργούσαν και επεξεργάζονταν στην αυλή του κάστρου οι Ιππότες της Κομμανταρίας του Αγίου Ιωάννη, από την οποία πήρε τ’ όνομά του το γλυκό αυτό κρασί. Όταν έπεσε το σούρουπο, τα δρομάκια του χωριού μύριζαν ασετιλίνη και πολυχρησιμοποιημένο λάδι μέσα στο οποίο έψηναν όλη μέρα οι πλανόδιοι λουκουμάδες, σιάμισι και κούπες.

Ο Μητροπολίτης Αθανάσιος είχε επισκεφθεί το χωριό για να πρωτοστατήσει στον Εσπερινό του Αποστόλου Λουκά του Ευαγγελιστή, προστάτη Αγίου του χωριού κι αυτή με κάποιες δεκαετίες να τη χωρίζουν από τα παιδικά της χρόνια, ξαναβρέθηκε στο ίδιο μέρος, παραμονή της μεγάλης γιορτής, χωρίς τη μητέρα και τη γιαγιά, με τον πατέρα της να κρατά από το χέρι τις δύο εγγονές του που άναβαν κεράκι. Τις σήκωναν στα χέρια για να φτάσουν στο εικόνισμα του Αγίου, ο οποίος τους κοίταζε μέσα από άνθη οκτωβρούδων καθώς τον προσκυνούσαν, με διάχυτη τη χαρακτηριστική εκείνη ξινή μυρωδιά του φθινοπώρου, όταν πια μαραίνονται τα γιασεμιά και τα ρόδια ώριμα σκάνε, βαραίνουν και πέφτουν στο χώμα, όπως και οι ελιές, ενώ όλο το νησί μοιάζει με ένα απέραντο ελαιοτριβείο. Ρέουν ρυάκια από το φρέσκο λάδι «το καλό», ενώ οι αγρότες κοιτούν τους ουρανούς περιμένοντας τις πρώτες βροχές, ώστε να σύρουν για τη νέα σπορά.

Στην τσάντα της συνήθιζε να κουβαλά μια μικρή φωτογραφική τσέπης, τραβώντας καμιά φωτογραφία αλλά εκείνο τον Οκτώβριο την είχε ξεχάσει, έτσι επιστρέφοντας στο σπίτι έβαλε στο οικογενειακό άλμπουμ μια καρτέλα στο μέγεθος της φωτογραφίας που δεν τράβηξε ποτέ. Εκεί φωτογράφισε με λόγια τη 18η Οκτωβρίου του 2002, τα δυο κοριτσάκια της που άναβαν εκστασιασμένα το κεράκι, ενώ έσκυβαν να περάσουν κάτω από την εικόνα του Αγίου κατά τη διάρκεια της λιτανείας. Τριγυρνούσαν στη συνέχεια από πλανόδιο σε πλανόδιο κι έφευγαν από το παναύριν, κρατώντας στα χέρια σετ από παιδικά φλιτζανάκια, κορώνες και διαδήματα, μια κούκλα χαβανέζα και μια γυάλα με χρυσόψαρα που είχαν κερδίσει στο καζαντί.

Μισός αιώνας επιστροφής στην ίδια γιορτή και στις ίδιες ιεροτελεστίες, με λιτανείες, παρακλήσεις, κεριά και λαμπάδες, καπνούς και λιβάνια που καίνε από τα βάθη των χρόνων ανεβαίνοντας ως στους ουρανούς. Άλλοτε οι Σταυροφόροι και οι κατακτητές κατασκήνωναν στους αμπελώνες και στις φυτείες από ζαχαροκάλαμα, καλαμπόκι και βαμβάκι, κτίζοντας κάστρα. Ιππότες και βασιλείς μεθούσαν με το θαυμαστό γλυκό κρασί, την κουμανταρία. Τις ήσυχες νύχτες φτάνουν μέχρι το κάστρο οι παφλασμοί των κυμάτων από τον κόλπο της Επισκοπής και οι καλπασμοί των αλόγων, αρχαϊκών και μεσαιωνικών πολεμιστών.

«Μικροί ευθυτενείς ιππείς / συνθλίβουν τους φραγμούς του χρόνου / και τις προθήκες του Μουσείου στον λόφο / ορμητικά ξεχύνονται / στον κάμπο και τον κόλπο της Επισκοπής / με τη γεωγραφία του γενέθλιου χώρου εντός τους / οδεύουν δυτικά προς Κούριο…»

Κάλπαζαν διά μέσου των αιώνων, διέσχιζαν πεδιάδες και βουνά, λεηλατώντας τη γη στο πέρασμά τους, εντούτοις οι κάτοικοι του νησιού, οι πάροικοι τη σμίλευαν, την προστάτευαν, έσκυβαν πάνω της και χάρη σ’ αυτήν επέζησαν, επιβίωσαν μέσα από χρόνους καμάτου, σκλαβιάς και σιωπής. Πέρασαν ορδές κατακτητών μα αυτοί δεν αλλαξοπίστησαν, έμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία και κατάφεραν να διατηρήσουν τη γλώσσα τους που διασώζει λέξεις αρχαίες και φθόγγους μακρινούς, από την εποχή του Ομήρου.  

«…πήλινα αναθήματα / πλασμένα και βγαλμένα / από τη γη του Απόλλωνα Υλάτη / εμποτισμένα με ορυκτά απ’ τα σπλάγχνα της / κεκοσμημένα με ερυθρές και μελανές βαφές / δρόμους και κύκλους αίματος ξεθωριασμένου / που ζωντανεύουν και βαθαίνουν / καθώς τ’ αρχαϊκά αλογάκια και τα τέθριππα / στον καλπασμό τους δρασκελούν αιώνες προ Χριστού / κι οι αναβάτες απεζεύγουν ανατολικά / σε σταυροφορικές κομμανταρίες / σε αφηγήσεις μεσαιωνικές / σφαγής και ταραχής / από Τεμπλιώτες φρέριδες / σε θύμησες οσφρητικές ηδύποτου / με Σπιταλλιώτες άρχοντες / εις το Κολόσσιν και εις τα καστελλία»…»

Καθώς αποχαιρετώ ακόμη μια μέρα που φτάνει στο τέλος της μέσα στο απόλυτο διάφανο φως του Οκτωβρίου, πίσω από τις θαλασσινές σπηλιές του αρχαίου Κουρίου, βλέπω πέρα στους λόφους και στα βράχια «ρήγαινες κυράδες στ’ άλογά τους / η Λιενόρα τ’ Αραγγούν στη στράτα της Κερύνειας / απάνω της θαυμαστής μούλας του ανδρός της του ρε Πιέρ…» και τους ιππείς της Επισκοπής που περιπλανώνται ακόμη στη γη μας και εμφανίζονται σαν οπτασίες από τα βάθη του χρόνου.

 

*Οι στίχοι στα εισαγωγικά είναι δανεισμένοι από το ποίημα Νάτιας Αναξαγόρου «Ιππείς της Επισκοπής»