«Εύγε» στον «μαθητευόμενο» νέο υπουργό Εργασίας, Κυριάκο Κούσιο. Πράγματι έγραψε με απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου ιστορία στις 31.8.2022. Μια όμως μελανή, κατά την άποψή μου, σελίδα στη δεκάχρονη διακυβέρνηση Αναστασιάδη. 

Αποφάσισε, μονομερώς και ετσιθελικά, διάταγμα καθορισμού Εθνικού Κατώτατου Μισθού παρά την προφανή και σημαντική διάσταση απόψεων των κοινωνικών εταίρων -εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων- σε κρίσιμα στοιχεία και παραμέτρους που συναποτελούν ένα δίκαιο και ωφέλιμο για την οικονομία Εθνικό Κατώτατο Μισθό. Ένα διάταγμα που έπρεπε να διασφαλίζει την ελάχιστη προστασία των εργαζομένων και του υγιούς ανταγωνισμού των επιχειρήσεων.

Σφύρισε τέλος στον Κοινωνικό Διάλογο και την Κοινωνική Συναίνεση των οργανωμένων παραγωγικών δυνάμεων της οικονομίας και του τόπου.

Ύστερα από 62 χρόνια κυπριακής δημοκρατίας και με θεσμοθετημένο κοινωνικό διάλογο, που σχεδόν κατά κανόνα οδηγούσε με συναίνεση κάθε μεταρρύθμιση και θεσμική-νομική αλλαγή την εργατική πολιτική και μέτρα κοινωνικής προστασίας. 

Υπουργός Εργασίας και Κυβέρνηση υποβάθμισαν συνειδητά την αξία της κοινωνικής συναίνεσης προχωρώντας στην ετσιθελική απόφαση και το διάταγμα.

Το πρωτοφανές στα κυπριακά δεδομένα Δόγμα Κούσιου περί «συγκλίσεων», και όχι συναίνεσης, στον κοινωνικό διάλογο και Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα προμήνυε την αυθαίρετη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Μόλις μερικούς μήνες μετά τον απροσδόκητο θάνατο της αείμνηστης Ζέτας Αιμιλιανίδου, που έδωσε απεριόριστο κύρος στον κοινωνικό διάλογο, την κοινωνική δικαιοσύνη, μέσω κοινωνικής συναίνεσης με τις άστοχες υπεροπτικές προσεγγίσεις και πρακτικές του ο νέος υπουργός Εργασίας, και μαζί του το Υπουργικό Συμβούλιο, ενήργησαν με την ακριβώς αντίθετη πρωτοφανή απαράδεκτη στάση.

Δύο και πλέον χρόνια προσεκτικού μεστού κοινωνικού διαλόγου της πρώην Υπουργού (αιωνία η μνήμη) για τον κατώτατο μισθό, που έφερε προς πίστη της κυβέρνησης Αναστασιάδη με τη μέγιστη κοινωνική συναίνεση ιστορικές μεταρρυθμίσεις, τα διέγραψε ο νέος Υπουργός με το προσωπικό στυλ δόγμα των δήθεν «Συγκλίσεων» στον κοινωνικό διάλογο. 

Επί της ουσίας δε, το εκδοθέν διάταγμα είναι καταφανώς άδικο και ανισομερές για τις διεκδικήσεις και προστασία των ευάλωτων εργαζομένων. Είναι όμως ταυτόχρονα και αποτυχία περιορισμού αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων από ασύδοτους και εκμεταλλευτές της ανθρώπινης εργασίας εργοδοτών σε βάρος εργοδοτών που σέβονται, εκτιμούν και αμείβουν δίκαια και νομότυπα την εργασία των υπαλλήλων τους. 

Και πάλι «εύγε» κύριε Υπουργέ για το ιστορικό «κατόρθωμά» σας!

*Τέως Γενικός Γραμματέας ΔΕΟΚ