Ιούλιο του 2014 έκανε κάποιες διακοπές η καρδιά μου και ένα μήνα αργότερα η καρδιά της Ζέτας. Έκτοτε συναντηθήκαμε αρκετές φορές κι αυτή συνέχιζε να είναι με το τσιγάρο στο χέρι, όπως και πριν. «Υπουργέ μου δεν επιτρέπεται» ήταν η προσφιλής παραίνεση, αλλά η Ζέτα έσκαγε ένα χαμόγελο και έδειχνε να αντιμετωπίζει με περιφρόνηση την προειδοποίηση. «Μπράβο που τα κατάφερες, εγώ δεν μπορώ», απαντούσε και γέμιζε τα πνευμόνια της με καπνό. «Μακάρι να ήταν μόνο αυτό…» συμπλήρωνε, μάλλον από τη βαθύτατη πεποίθηση ότι σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν πολύ πιο επικίνδυνα πράγματα από το τσιγάρο αλλά πουθενά δεν έχουν την προειδοποιητική σήμανση «προσοχή σκοτώνει». 

Ήταν άνθρωπος της ζωής η Ζέτα. Και της δουλειάς. Πρακτική, μεθοδική, αθόρυβη, απλή και αποτελεσματική. Η σχέση της με τους δημοσιογράφους ήταν μέχρι εκεί που έπρεπε. Δεν κολάκευε γιατί δεν κολακευόταν, ήταν του είναι και όχι του φαίνεσθαι, προτιμούσε την ουσία παρά την εικόνα, ήταν πολιτικός των λύσεων γιατί ήταν υπηρέτρια του ορθολογισμού, ήταν τεχνοκράτης με βαθύτατη διοικητική γνώση, ήταν άνθρωπος του μέτρου. Ούτε φωνές, ούτε υπερβολές, ούτε τίποτα. Άκουγε, ζύγιζε και μετά αποφάσιζε η Ζέτα. Δεν είχε προκαταλήψεις, ούτε και εμμονές. Ήξερε να μετρά και να υπολογίζει, έβλεπε πιο μπροστά, είχε αισθητήριο και κρίση. Αυστηρή αλλά όχι δογματική, ενέπνεε σεβασμό και όχι φόβο, ήταν προσιτή και ήξερε πολύ καλά τι ήθελε αλλά και τι δεν ήθελε. 

Γράφτηκαν πολλά για τη Ζέτα, είμαι σίγουρος ότι θα γραφτούν ακόμη περισσότερα, γιατί σ’ συνήθως εκτιμούμε κάτι όταν το χάσουμε. Είναι αλήθεια ότι η Ζέτα αποδείχθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, την πιο κατάλληλη στιγμή. Από το 2013 μέχρι σήμερα κρατούσε τα ηνία του νευραλγικού υπουργείου Εργασίας, σε μια περίοδο ιδιαίτερα απαιτητική, η οποία σημαδεύτηκε από τις δύο μεγάλες κρίσεις που έπληξαν τη χώρα μας. Την οικονομική του 2013 και πιο πρόσφατα την υγειονομική, με την πανδημία. Η Ζέτα ήταν παρούσα και στις δύο μεγάλες προσκλήσεις, ανταποκρίθηκε με επάρκεια στην αποστολή της και αποδείχθηκε μια από τις καλύτερες επιλογές που έκανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Αναντικατάστατοι ασφαλώς δεν υπάρχουν αλλά είναι γεγονός ότι η πολιτική δεν έχει πολλούς εργάτες με τα χαρακτηριστικά της εκλιπούσας. Η Ζέτα ποτέ δεν προκάλεσε με τη συμπεριφορά της. Δεν επέτρεψε σε κανένα να την αμφισβητήσει, δεν έδωσε σε κανένα την αφορμή να την κακολογήσει. Μπήκε στην πολιτική αρένα χωρίς να κατέχει τα εργασιακά και πολύ γρήγορα δοκιμάστηκε με επιτυχία. Μελετούσε, εργαζόταν ατέλειωτες ώρες, ρωτούσε, μάθαινε. Στη Βουλή και στο Υπουργικό ήταν πάντοτε διαβασμένη και έτοιμη, κατείχε το θέμα, προσπαθούσε πάντοτε να είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, είχε υπομονή, αντοχές και θέληση. 

Τις δύσκολες ώρες που καταλάβαινε ότι το γραφειοκρατικό τέρας ήταν ανίκητο και άφηνε οικογένειες χωρίς βοήθεια και δικαιούχους χωρίς επίδομα, η Ζέτα έτρεχε να βρει λύσεις για να μην μείνει κανένας χωρίς τα απαραίτητα. Μέρα, νύχτα, διακοπές και αργίες, Χριστούγεννα και Πάσχα. Όλα αυτά δεν τα έκανε γιατί της το ζητούσε κάποιος αλλά γιατί έτσι υπαγόρευε η συνείδησή της. Και η καρδιά της. Η μεγάλη καρδιά, που είχε χώρο για όλους, ακόμη και μετά τα προβλήματα. Θα τη θυμόμαστε με αγάπη, εκτίμηση και σεβασμό. Με το χαρακτηριστικό χαμόγελο στα χείλη. Και το τσιγάρο στο χέρι. «Μακάρι να ήταν μόνο αυτό». Στο καλό.

Ελεύθερα, 12.6.2022.