Ο 19χρονος πρόσφυγας που είχε πάει με βάρκα στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια χωρίς να μιλάει ούτε μία ελληνική λέξη και κατάφερε να αριστεύσει στις πανελλήνιες εξετάσεις, μιλάει στα «Ελεύθερα» προσπαθώντας κι ο ίδιος να συνειδητοποιήσει πώς έγινε ξαφνικά το «σύμβολο» πείσματος και πίστης, μιας ολόκληρης χώρας.

Με τον Κουρό (το όνομά του βγαίνει από τον αρχαίο «Κύρο») Νουρμοχαμαντί Μπαϊγκί, τον μαθητή-πρόσφυγα του Πρότυπου Λυκείου Μυτιλήνης που αρίστευσε στις Πανελλήνιες εξετάσεις, μιλήσαμε το μεσημέρι της Πέμπτης – ήταν στη θάλασσα και κολυμπούσε. Κι αυτή ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που είχε αφεθεί στην ξεγνοιασιά του Καλοκαιριού (στα, για τους περισσότερους συνομήλικους του, «δεδομένα» της ζωής) μετά την μεγάλη -για πολλούς σημαντικούς λόγους- επιτυχία του. 

– Πώς έφτασες από το Ιράν στην Ελλάδα; Όπως έρχονται οι περισσότεροι πρόσφυγες: Πρώτα πήγαμε στην Τουρκία και μετά, με βάρκα, στην Ελλάδα, στη Λέσβο. 

– Μόνος σου ήσουνα; Όχι. Με τους γονείς μου και τον μικρότερο αδελφό μου. Φυσικά, μέσα στη βάρκα, δεν ήμασταν μόνοι μας· ήταν άλλα πενήντα περίπου άτομα. Είχαμε προσπαθήσει ήδη πέντε φορές να έρθουμε με την βάρκα, τελικά την έκτη φορά τα καταφέραμε – γιατί συνέχεια κάτι γινόταν, είτε μας έπιανε η αστυνομία στην Τουρκία, είτε κάποια αναποδιά υπήρχε με τη βάρκα, είτε δεν είχε καλό καιρό· υπήρχαν προβλήματα, γενικά. Ήταν δύσκολο. Είχαμε αγωνία, φοβόμασταν. Επίσης, είχαμε και προβλήματα με την τουρκική αστυνομία. Εντάξει, το ξέραμε ότι κάνουμε κάτι παράνομο, αλλά και πάλι, πρόσφυγες ήμασταν, δεν ήμασταν ούτε δολοφόνοι ούτε κλέφτες. Θυμάμαι π.χ., μια φορά, είχα πάει να ζητήσω νερό από έναν αστυνομικό και εκείνος άρχισε να φωνάζει – έφυγα τρέχοντας από τον φόβο μου. 

– Θυμάσαι τη διαδρομή με τη βάρκα; Φυσικά! Φοβόμασταν μην γίνει κάτι, μην πέσουμε όλοι στο νερό. Ευτυχώς, ήταν καλός ο καιρός εκείνο το βράδυ. Ήμασταν τυχεροί. Όταν μπήκαμε στα ελληνικά χωρικά ύδατα, ήρθε η Frontex και μας μάζεψε.

– Πώς ήταν οι πρώτες σου μέρες στη Λέσβο; Αυτά δεν ξεχνιούνται… Ήμασταν στη Μόρια. Ήταν πολύ άσχημα εκεί. Υπήρχε φαγητό, υπήρχε στέγη, αλλά περιμέναμε σε μεγάλες ουρές για το κάθετί – από το να πάμε στην τουαλέτα, μέχρι να ζητήσουμε ένα ποτήρι νερό. Πολύς κόσμος… 

– Τι δουλειά έκαναν οι γονείς σου στο Ιράν; Ο μπαμπάς μου ήταν διευθυντής σε εταιρείες και η μητέρα μου, ενώ είχε σπουδάσει βιολογία, δεν δούλευε. 

– Γιατί φύγατε από το Ιράν; Για πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους. Στο Ιράν δεν υπάρχει πόλεμος, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν πρόσφυγες εκεί και άνθρωποι που κινδυνεύουν άμεσα. 

– Όταν φτάσατε με την οικογένειά σου, τον Αύγουστο του 2019 πια, στην Ελλάδα, μιλούσες ελληνικά; Ούτε μία λέξη!

– Και πώς έμαθες, όχι απλά να μιλάς τη γλώσσα, αλλά να φτάσεις να αριστεύσεις, διαβάζοντας μάλιστα αρχικά τα μαθήματά σου σε προσφυγικές δομές; Στην αρχή πήγαινα σε ένα επαγγελματικό Λύκειο, στη Λέσβο, και την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκα στο Πρότυπο ΓΕΛ. Στην Μόρια μείναμε τρεις μήνες και μετά μεταφερθήκαμε σε έναν άλλο καταυλισμό, στο Καρά Τεπέ – εκεί οι συνθήκες ήταν καλύτερες, μπορούσα να διαβάζω πιο ήσυχα τα μαθήματά μου. Σίγουρα κατέβαλλα μεγαλύτερη προσπάθεια από τους συμμαθητές μου, διάβαζα πάρα πολλές ώρες…

– Είναι αξιοθαύμαστο πάντως ότι αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείς λέξεις και δύσκολες ελληνικές εκφράσεις, που τις έμαθες μέσα σε μόλις τρία χρόνια! Βοήθησε και το ότι ήμουν σε ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι γύρω μου μιλούσαν συνέχεια μόνο ελληνικά – οι καθηγητές μου, οι συμμαθητές μου, οι υπεύθυνοι στις δομές… Τους άκουγα και μάθαινα να μιλώ κι εγώ. Είναι δύσκολη γλώσσα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή – έπρεπε να μάθω να μιλώ κι εγώ ελληνικά!

– Περίμενες να αριστεύσεις; Διαβάζω: Μαθηματικά 20, Φυσική 20, Χημεία 19,5 και Έκθεση 13,5… Κοιτάξτε, όταν βγήκα από το εξεταστικό κέντρο ήξερα πως απάντησα σε όλα τα ερωτήματα, αλλά δεν περίμενα να ήμουν αλάνθαστος. Στην Έκθεση ήμουν πιο χαμηλά, λόγω γλώσσας. Αλλά πάλι καλά που πήρα κι αυτό το 13,5…

– Εσύ, θα ξεκινήσεις τώρα σπουδές στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σωστά; Αυτός ήταν ο στόχος, αλλά κάποιοι μου είπαν ότι με τους βαθμούς που πήρα, ίσως περάσω και στην Αθήνα. Και να έχω έτσι δύο επιλογές. 

– Έχασες ποτέ, στην δύσκολη αυτή πορεία της ζωής σου, τη θέλησή σου; Ναι. Πολλές φορές απογοητευόμουν. Αλλά προσπαθούσα! Πριν λίγο καιρό πήραμε και άδεια διαμονής και τώρα μένουμε πια με την οικογένειά μου και σε σπίτι, με ενοίκιο. 

– Από πού αντλείς τόση δύναμη ψυχής; Από τους γονείς μου και από τους καθηγητές μου. 

 – Το έχεις συνειδητοποιήσει ότι έγινες σύμβολο πια για κάποιους ανθρώπους; Το έχω καταλάβει, και αυτό με κάνει να νιώθω και λίγο άσχημα. Γιατί δεν είμαι ο μοναδικός που έχει μία τέτοια ιστορία ζωής. Έχει πολλά άλλα παιδιά που προσπαθούν, που διαβάζουν με τις ώρες…

– Πόσες ώρες διάβαζες, δηλαδή, εσύ; Πάρα πολλές! Διάβαζα ως αργά το βράδυ καθημερινά, ως τη 1:00 και στις 2:00 τα ξημερώματα, πήγαινα το πρωί μετά στο σχολείο μου πάλι, τα σαββατοκύριακα διάβαζα όλη μέρα, και όλο αυτό ήταν μια ρουτίνα. Δεν έβγαινα να διασκεδάσω -κάποιες λίγες φορές πήγα για καφέ με τους συμμαθητές μου-, ελάχιστα έβλεπα τηλεόραση έως καθόλου – γενικά, η ζωή μου ήταν μόνο τα διαβάσματά μου.

– Τι όνειρα κάνεις για το μέλλον σου; Θα ήθελα μετά το πτυχίο μου να κάνω και ένα μεταπτυχιακό και αργότερα να εργαστώ σε μια εταιρεία που να έχει σχέση με υπολογιστές. Αυτό θα με έκανε πολύ χαρούμενο! 

– Στην Ελλάδα; Ναι, θα ήθελα να παραμείνω στην Ελλάδα. 

– Σου λείπει καθόλου η πατρίδα σου, το Ιράν; Μου λείπει η πόλη μου, το Μασχάντ, και οι φίλοι μου που είναι ακόμη εκεί. 

[email protected]

 

Ελεύθερα, 3.7.2022.