Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Ντανιέλε Σάλβο.

«Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, ενώ οι σύγχρονοι χρησιμοποιούν τη φράση «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» κι οι Αγγλοσάξονες, σε ανάλογες περιπτώσεις, αναφωνούν «Karma is a bitch». Τίποτα, μην ασχολείστε, μονολογώ κάτι δικά μου με αφορμή την υψηλότατη ποιότητα και το μαχητικό πνεύμα ειδικά των παραγωγών από την Κύπρο και το εξωτερικό που συμμετείχαν στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, σε αντιδιαστολή με το προκαταβολικό σνομπάρισμα από κάτι αβδηριτικούς άρχοντες στη δυτική ακτή του νησιού.

Το όρθιο χειροκρότημα από το συγκινημένο και ευγνώμον κοινό προς τους Ιταλούς συντελεστές του Προμηθέα Δεσμώτη, που έριξε την αυλαία, αποτελεί αν μη τι άλλο μια αποστομωτική απάντηση. Το συναίσθημα πληρότητας που κατέκλυσε την πλειοψηφία των θεατών αποτελούσε παράλληλα και μια συνειδητοποίηση για το πόσο πολύ έλλειψε πέρσι ο συγκεκριμένος δεσπόζων θεσμός από την πολυτάραχη «κανονικότητά μας».

Είναι νομοτελειακό να διαψεύδονται ή και να συντρίβονται οι υβριστές και οι κενόκρανοι κι αυτό είναι κυρίαρχο ζήτημα ιδιαίτερως στα κείμενα του αρχαίου ελληνικού δράματος. Δεν είναι βέβαια και τόσο κυρίαρχο στη συγκεκριμένη, «νόθη» για ουκ ολίγους μελετητές, ποιητική-φιλοσοφική πραγματεία του Αισχύλου ο οποίος ακτινογραφεί τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των θεών και οι βασικοί του ήρωες είναι όλοι θεότητες. Εδώ ο ευεργέτης του ανθρώπινου γένους δεν έχει κάπου να στραφεί παρά μόνο στην άψυχη φύση. Είναι καταδικασμένος σε αιώνια μοναξιά, μια παρατεινόμενη συνθήκη που αποτελεί την κύρια βάση της δραματικής οικονομίας και πηγή της εσωτερικής δράσης που ξεδιπλώνεται βαθμιαία. Η σιωπή και η ερημιά δίνουν πλάτος στον ρυθμό του έργου.

Ο Προμηθέας είναι ο άρπαγας του πυρός, αυτός που πρόσφερε μια θεϊκή ιδιότητα στους θνητούς και εφήμερους, το δεινό δώρο της τεχνολογίας, της προόδου, του ελέγχου της φύσης, που αποδείχτηκε ευχή και κατάρα για τον κόσμο και για το είδος μας. Οι πυρκαγιές, σαν αυτές που μαίνονται στην Ελλάδα, είναι όλες λίγο ή πολύ  ανθρωπογενείς. Θεομηνία δεν υπάρχει. Μόνο ανθρωπομηνία. Ανθρωποβλακεία, για να είμαστε πιο ακριβείς. 

Ο Ντανιέλε Σάλβο υπήρξε για χρόνια μαθητής και συνεργάτης του Λούκα Ρονκόνι και μάλιστα ήταν ένας από τους βοηθούς του επιφανούς σκηνοθέτη στον Προμηθέα που είχε σκηνοθετήσει για το Εθνικό Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος των Συρακουσών (INDA) το 2002. Ο ίδιος υπογράφει αυτή τη συμπαραγωγή του σικελικού Πολιτιστικού Οργανισμού Di.De. του Μικέλε Ντι Ντίο και του Θεάτρου Fahrenheit 451 από το Ρήγιο της Καλαβρίας. Στην πρότασή του υπάρχουν ψήγματα της ρονκόνιας κοσμοθεωρίας για την πρόσληψη του θεάτρου ως κοσμική τελετουργία, τη σχεδόν εμμονική προσκόλληση στο κείμενο, ενώ ειδικά πάνω στο αρχαίο δράμα υιοθετεί την πεποίθηση του maestro ότι η πραγματική ανανέωση τελείται αυστηρά και μόνο μέσω της σκηνικής ερμηνείας. Πρεσβεύει ένα θέατρο σπλαχνικό και εγκεφαλικό που υπερβαίνει τον χρόνο. Η θεατρική εμπειρία δεν βασίζεται μόνο στη μνήμη· ανάγεται σε κάτι βαθύτερο. Προκύπτει από την τριβή μεταξύ θεάτρου και ζωής ως απότοκου συγκρούσεων, ερεθισμάτων, προβληματισμών. Ο μύθος με τον τρόπο αυτό αυτοπροσδιορίζεται, δεν είναι απλώς μια βουή από τα έγκατα των αιώνων.

Ο σκηνοθέτης στοχεύει να αντλήσει δραματική δύναμη από τις μυστικές γωνιές της αισχυλικής εμμέλειας όπως αποκαλύπτονται από ακρογωνιαίες αμφισημίες και αντιθέσεις, σαν αυτή ανάμεσα στην περίοπτη ακινησία του Προμηθέα και την ανεξέλεγκτη ορμή της Ιούς. Αν διαφοροποιείται κάπου από το δάσκαλό του, ο οποίος «αποθέωνε» τις συντεταγμένες του χώρου, είναι ότι χωρικά προτείνει μια πιο συμπυκνωμένη σκηνικά ανάγνωση. Δική του προτεραιότητα είναι μια πιο εσωτερική, εις βάθος εργασία πάνω στον ηδυσμένο λόγο και τη γλώσσα, μια φωνητική και φιλολογικά αυστηρή προσέγγιση που όμως δεν έχει ως πρώτιστο στόχο μόνο να υπηρετήσει την αυτονόητη βαρύτητα του κειμένου, αλλά να αντλήσει και συναισθηματική ενέργεια.   

Σε διάλογο με τη χρωματικά προσεκτική ενδυματολογική παλέτα του Ντανιέλε Τζέλσι, το σκηνικό της Φαμπιάνα Ντι Μάρκο αποτελείται ουσιαστικά από έναν πολυεδρικό κλωβό με οκτάγωνη βάση και κωνική οροφή με τρύπα, μέσα από την οποία ξεπροβάλλει ο σιδεροδέσμιος Προμηθέας του Αλεσάντρο Αλμπερτίν. Ο ηθοποιός επέδειξε έναν αξιοζήλευτο έλεγχο των ερμηνευτικών του συνέργων, όντας παράλληλα εσωτερικός, αγέρωχος, ευπροσήγορος και συγκινησιακός, με τη φωνή να λειτουργεί ως προέκταση του σώματος αλλά και του χώρου. Με μια σχεδόν μεταφυσική μεταδοτικότητα, κατέθεσε μια ερμηνεία που συνιστά πορεία αφαίρεσης, ελαχιστοποίησης του προσωπικού εγώ. Στον υφολογικό αντίποδα, η Μελάνια Τζίλιο, αρχικά ως σιωπηλή Βία και στη συνέχεια –και κυρίως- ως οιστρήλατη και ενορμησιακά ενεργούσα Ιώ, γειώνει τον παλμό του δρώμενου με την αποτύπωση του Πάθους, καταθέτοντας ψυχικές και σωματικές δυνάμεις που αρύονται από τα βαθύτερά της ένστικτα.

Η ιταλική γλώσσα έρεε από τους ηθοποιούς τόσο καθαρά, εύφωνα και σάρκινα που κατά διαστήματα είχες την ψευδαίσθηση ότι ήταν περιττή η μετάφραση ακόμη και για τους μη ιταλομαθείς. Η οπτικά διακριτική, αλλά τεχνικά καθοριστική χρήση χειλοφώνων –θεωρητικά περιττή για ένα κοινό που δεν γνωρίζει τη γλώσσα- πρόσθετε βάθος και επιβλητικότητα στις ερμηνείες. Μασιμιλιάνο Τζοβανέτι (Ωκεανός/ Κράτος), Σιμόνε Τσάμπι (Ήφαιστος/ Ερμής) και Σάλβο Λούπο (Ανάγκη) ήταν εκφραστικά και κινησιολογικά δεμένοι στο σαφές σκηνοθετικό άρμα.

Ο Χορός των Ωκεανίδων οδηγήθηκε από άλλο μονοπάτι στην ερμηνευτική αλήθεια. Επτά γυναίκες ηθοποιοί τον συνέθεσαν επίτηδες πιο απρόσωπα και υπερβατικά. Κινούνταν σε διαφορετικό ρυθμό και λεξιλόγιο, καθώς εξέφραζαν τη συμπόνοια τους στον Προμηθέα για το ηρωικό του μαρτύριο, υποβοηθώντας έτσι και την κλιμακούμενη ένταση να εξωτερικευτεί.