Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν χθες από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Μια μέρα που σημάδεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες που δέχτηκαν ένα ισχυρό χτύπημα αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα ζούμε με τις συνέπειες τόσο των επιθέσεων όσο και των εξελίξεων που ακολούθησαν.

Ο φόβος και το κλίμα που δημιουργήθηκε στάθηκαν αφορμή για τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, προκειμένου να εξαλειφθεί η απειλή της ισλαμικής τρομοκρατίας. Σήμερα, ο κόσμος μας δεν είναι πιο ασφαλής, αλλά πιο περίπλοκος. Οι επιπτώσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στη διεθνή ασφάλεια θα μας απασχολούν πολύ καιρό ακόμη. Η άτακτη αποχώρηση από το Αφγανιστάν κλείνει έναν κύκλο παρεμβατικότητας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως η Ουάσινγκτον, αν και είχε αποφασίσει να αποσυρθεί από το Αφγανιστάν, δεν κατάφερε να εκτιμήσει σωστά και να υπολογίσει τις συνέπειες, αναφέρει στη συνέντευξή του στον «Φ» ο Κώστας Υφαντής, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ερευνητικός εταίρος στο ΙΔΙΣ. Όπως σημειώνει, στη σημερινή παγκόσμια ισορροπία ισχύος η αμερικανική πρωτοκαθεδρία δεν είναι τόσο αυτονόητη και αυτό αφήνει χώρο σε άλλους δυνατούς παίκτες να διεκδικήσουν έναν πιο δυναμικό ρόλο, αλλά και στις περιφερειακές δυνάμεις να παίξουν το δικό τους παιχνίδι. 

Τεράστιες ήταν και οι επιπτώσεις στις σχέσεις της Δύσης με τον μουσουλμανικό κόσμο. Όπως αναφέρει ο Έλληνας ειδικός, η 11η Σεπτεμβρίου ενίσχυσε σε πολλές δυτικές κοινωνίες την καχυποψία απέναντι στο Ισλάμ, το οποίο για πολλούς ταυτίστηκε με την τρομοκρατία και τον φανατισμό. Την ίδια στιγμή δεν γίνεται να μη σταθούμε και στο γεγονός ότι μετά και τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, ο κίνδυνος για νέες τρομοκρατικές επιθέσεις αυξάνεται. Η αποχώρηση της Δύσης στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα σε άλλες περιοχές του πλανήτη όπου δραστηριοποιούνται ένοπλα φονταμενταλιστικά κινήματα, εξηγεί ο Έλληνας καθηγητής, που υπογραμμίζει πως η 11η Σεπτεμβρίου και οι συνέπειές της ακόμη πληγώνουν τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

-Ήταν η μέρα που, όπως λέχθηκε, άλλαξε τον κόσμο. Τι σήμαινε τελικά η 11η Σεπτεμβρίου για τις ΗΠΑ αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο;

-Η 11η Σεπτεμβρίου όντως διαφοροποίησε τον κόσμο. Τον άλλαξε γιατί άλλαξε μέσα σε μία στιγμή την «κουλτούρα ασφάλειας» των ΗΠΑ, άλλαξε τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, κατέστησε τη χρήση στρατιωτικής ισχύος την πρώτη επιλογή αντί για την έσχατη και επηρέασε βαθιά την αμερικανική δημοκρατία και τις αντιστάσεις των Αμερικανών πολιτών απέναντι στην άσκηση βίας στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Έστω και προσωρινά, τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της φιλελεύθερης Αμερικής υποχώρησαν μπροστά στην ανασφάλεια που προκάλεσαν τα τρομοκρατικά χτυπήματα και άνοιξε ο δρόμος για να κυριαρχήσει ο λόγος των «νεοσυντηρητικών» στην Ουάσινγκτον. Η «βαθιά Αμερική» επικράτησε για αρκετά χρόνια και αποσταθεροποίησε τη διεθνή πολιτική μετά την αισιοδοξία που είχε προκαλέσει η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η «νεοσυντηρητική» αντεπίθεση εκφράστηκε πρωτίστως με την απελευθέρωση της αμερικανικής ισχύος στον κόσμο. Αυτό που έκανε η 11η Σεπτεμβρίου ήταν να εξουδετερώσει όλες τις θεσμικές (βλ. Κογκρέσο) και σε επίπεδο κοινής γνώμης αντιστάσεις και να δώσει στη διοίκηση Μπους μία -χωρίς υπερβολή- λευκή επιταγή για να ανακαλύψει και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της επίθεσης. 

-Ποιες είναι οι επιπτώσεις στη διεθνή ασφάλεια μετά την ολοκλήρωση δύο πολέμων που ξεκίνησαν με αφορμή τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου;

-Η συζήτηση είναι τεράστια και φυσικά δεν είναι εύκολο να μιλήσουμε για επιπτώσεις που παρέμειναν σταθερές αυτά τα 20 χρόνια. Είναι προτιμότερο να περιγράψουμε κάποιες από τις τάσεις που διαμορφώθηκαν και εξακολουθούν να έχουν κάποια σημασία για τη διεθνή ασφάλεια. Επιτρέψτε μου δύο παρατηρήσεις. Πρώτο, και πριν από την 11η Σεπτεμβρίου είχε διαμορφωθεί η αντίληψη στη Δύση, κυρίως στις ΗΠΑ, ότι η απειλή της λεγόμενης μεγα-τρομοκρατίας ήταν πραγματική. Η 11η Σεπτεμβρίου ήρθε σχεδόν σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τις εβδομάδες και τους μήνες αμέσως μετά, τα στοιχεία έδειχναν να αποκαλύπτουν τον βαθμό στον οποίο τρομοκρατικές ομάδες είχαν καταφέρει τα προηγούμενα χρόνια να αναπτύξουν κρίσιμες ικανότητες που τους επέτρεπαν να σχεδιάζουν, να οργανώνουν και να εκτελούν μαζικά χτυπήματα. 

Το 2005 οι επιθέσεις σε Μαδρίτη και Λονδίνο εμπέδωσαν την αντίληψη της «νέας τρομοκρατίας», δηλαδή ενός είδους πολιτικής βίας που χαρακτηρίζεται από θρησκευτικό φανατισμό, αποκεντρωμένη οργάνωση με στόχο τη μεγιστοποίηση του αριθμού των θυμάτων, χωρίς καμία αναστολή. Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με την ανάδειξη των διαφορών μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης ως προς την κατανόηση των αιτιών της «νέας τρομοκρατίας», καθώς και τις στρατηγικές αντιμετώπισής της. Στο μυαλό των Αμερικανών η Ευρώπη είναι στρατηγικά ασήμαντη, όταν δεν είναι εμπόδιο. Στην ανάλυση των Ευρωπαίων οι «νεοσυντηρητικοί» στη διοίκηση Μπους το μόνο που καταφέρνουν είναι την πλήρη αποσταθεροποίηση της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και την ενίσχυση της ακραίας ριζοσπαστικοποίησης των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Αυτός ο διχασμός προκάλεσε σημαντικό τραύμα σε έναν από τους πυλώνες της αρχιτεκτονικής της διεθνούς ασφάλειας, τις διατλαντικές σχέσεις.

-Ποιες είναι οι συνέπειες από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις σχέσεις της Δύσης με τον ισλαμικό κόσμο;

-Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επιπτώσεις στις σχέσεις της Δύσης με τον μουσουλμανικό κόσμο ήταν τεράστιες από κάθε άποψη. Ενίσχυσε σε πολλές δυτικές κοινωνίες την καχυποψία απέναντι στο Ισλάμ. Στα μάτια πολλών, το Ισλάμ ταυτίστηκε με την τρομοκρατία και τον φανατισμό. Σε επίπεδο στρατηγικής, αυτό που επικράτησε ως επιλογή, πρωτίστως στις ΗΠΑ, ήταν η απαίτηση για την αλλαγή των καθεστώτων στη Μέση Ανατολή. Η παλαιά άποψη, προϊόν των ψυχροπολεμικών στρατηγικών αναγκών της Ουάσινγκτον, ότι τα αυταρχικά, ακόμη και ολοκληρωτικά καθεστώτα, σε χώρες όπως η Αίγυπτος, το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν, εξασφάλιζαν μια σταθερότητα και μια προβλεψιμότητα κρίσιμη και χρήσιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα έχασε την εγκυρότητά της. 

Στην ανάλυση που ακολουθεί την 11η Σεπτεμβρίου, ως βασική αιτία προσδιορίζεται το έλλειμμα δημοκρατίας και ελευθερίας. Έτσι, η αλλαγή καθεστώτος αναδύεται ως μονόδρομος. Στην άλλη πλευρά του λόφου, βεβαίως, αυτή η στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ, που εφαρμόστηκε αμέσως στο Ιράκ και λίγο μετά στο Αφγανιστάν, δεν τυγχάνει ευνοϊκής υποδοχής. Απορρίπτεται ως νεοαποικιοκρατία, αν και οι αντιδράσεις είναι περισσότερο υπόρρητες. Και απορρίπτεται και από τους συντηρητικούς ισλαμιστές και από τις φιλελεύθερες δυνάμεις στον αραβικό κόσμο. Όλοι είναι καχύποπτοι απέναντι στα αμερικανικά κίνητρα. Υπάρχει και κάτι ακόμη: Γνωρίζουμε ότι ενώ η 11η Σεπτεμβρίου προκάλεσε σοκ και στον μουσουλμανικό κόσμο και άνοιξε μία συζήτηση στις μουσουλμανικές κοινωνίες για τις αιτίες της βίας και του μίσους, αυτή η συζήτηση ποτέ δεν διεξήχθη με τους όρους που θα ήλπιζε κανείς και εξαιτίας των αμερικανικών επεμβάσεων. 

Ήττα η επιστροφή των Ταλιμπάν

-Τι σημαίνει η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν; Ποιες χώρες θα σπεύσουν να καλύψουν το κενό και πώς θα διαμορφωθεί το γεωπολιτικό σκηνικό στην περιοχή τα επόμενα χρόνια;

-Η επιστροφή των Ταλιμπάν είκοσι χρόνια μετά την αμερικανική επέμβαση είναι από κάθε άποψη μία ήττα για όλους και όλες με στοιχειώδη δημοκρατική ευαισθησία και κοινωνική ενσυναίσθηση. Σε στρατηγικό επίπεδο, είναι πρωτίστως μια μείζονα αποτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τη στιγμή που είναι πιθανόν η επικράτηση των Ταλιμπάν να σημαίνει την επιστροφή στη γεωπολιτική πραγματικότητα την οποία οι ΗΠΑ προσπάθησαν να αλλάξουν με κόστος εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια και κυρίως χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Αυτή η προοπτική είναι εξαιρετικά δυστοπική. Πώς και σε ποιο βαθμό αναδιατάσσονται οι περιφερειακές αλλά και παγκόσμιες ισορροπίες. Επειδή οι αναλογίες με το Βιετνάμ είναι εύλογος πειρασμός, πρέπει να θυμηθούμε ότι η ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ ελάχιστα επηρέασε το ψυχροπολεμικό στρατηγικό τοπίο. Βεβαίως, άλλο ο Ψυχρός Πόλεμος με μία Σοβιετική Ένωση σε αποδρομή και μια Κίνα να συμπλέει με τις ΗΠΑ και άλλο η σημερινή παγκόσμια ισορροπία ισχύος όπου η αμερικανική πρωτοκαθεδρία δεν είναι τόσο αυτονόητη. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες δεν είναι εύκολο να αξιολογηθούν αυτή τη στιγμή. Βραχυπρόθεσμα, όμως, οι περιφερειακές ισορροπίες όπου εμπλέκονται σημαντικές δυνάμεις και παραδοσιακές αντιπαλότητες στο τρίγωνο Πακιστάν-Ινδία-Κίνα δεν θα μείνουν ανεπηρέαστες με ό,τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό για τις αμερικανικές προτιμήσεις στην περιοχή.

Πολλαπλές οι δυναμικές

-Η 11η Σεπτεμβρίου ήταν μια συγκλονιστική στιγμή. Πέρα όμως από το συγκινησιακό, μάθαμε κάτι από αυτήν; Ο κόσμος μας έγινε καλύτερος ή χειρότερος;

-Αν και θα ακουστεί αφόρητα κοινότοπο, νιώθω υποχρέωση να θυμίσω ότι η διεθνής πολιτική δεν ήταν ποτέ και δεν θα γίνει τώρα ένα στατικό κοινωνικό φαινόμενο. Είναι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη συνθήκη και υπόκειται κάθε στιγμή σε πολλαπλές δυναμικές. Αν υπάρχει κάτι σταθερό είναι η σημασία της ισχύος. Πώς όμως διαμορφώνονται οι σχετικοί συσχετισμοί και ποιος είναι έτοιμος να ασκήσει δύναμη και επιρροή είναι δύσκολο να αξιολογηθούν από πριν. Είκοσι χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου είναι δύσκολο να νοηματοδοτηθεί η συνθήκη του κόσμου μόνο με την αναφορά σε εκείνα τα γεγονότα.

Η Αμερική κλείνεται στο καβούκι της

-Πιάστηκαν τελικά αδιάβαστες οι Ηνωμένες Πολιτείες με την άτακτη αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν ή ήταν απλά μια κυνική απόφαση που επιβεβαιώνει ότι η χώρα βάζει πάνω από όλα τα δικά της συμφέροντα;

-Ένα σχεδόν μήνα μετά την είσοδο των Ταλιμπάν στην Καμπούλ και με βάση τις αναφορές κυρίως των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, θεωρώ ότι τα γεγονότα ήταν εκτός κάθε ανάλυσης και ξάφνιασαν όχι μόνο τις αμερικανικές υπηρεσίες αλλά και τους ίδιους τους Αφγανούς, ακόμη και τους Ταλιμπάν. Η πρόβλεψη ήταν ότι η αφγανική Κυβέρνηση θα άντεχε για αρκετές εβδομάδες. Ακόμη και στις 6 Αυγούστου, όταν οι περισσότερες επαρχιακές πρωτεύουσες είχαν περάσει στον έλεγχο των Ταλιμπάν, η προσδοκία ήταν ότι η Καμπούλ θα αντέξει. Αντί γι’ αυτό, είχαμε την απόδραση της αφγανικής ηγεσίας και την πλήρη κατάρρευση των ενόπλων δυνάμεων. 

Τώρα αποκαλύπτεται ότι η τελευταία είχε αρχίσει πολύ πριν, ήδη από την άνοιξη του 2020, μετά τη Συμφωνία της Ντόχα και την οριστικοποίηση του χρονοδιαγράμματος για την αποχώρηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Νομίζω όμως ότι το κρίσιμο ζήτημα τελικά δεν είναι τόσο η αποτυχία ορθής εκτίμησης της κατάστασης σε μία χώρα στην οποία οι ΗΠΑ πολεμούσαν σχεδόν δύο δεκαετίες, αλλά αν υπήρχαν σε πολιτικό επίπεδο άλλες καλύτερες επιλογές από την αποχώρηση. Και εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι οι τρεις τελευταίοι Πρόεδροι των ΗΠΑ εξελέγησαν με σαφή δέσμευση το τέλος της στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν. Εδώ και μήνες η αμερικανική στρατιωτική παρουσία είχε περιορισθεί σε περίπου 2.500 στρατιώτες με πολύ περιορισμένα καθήκοντα που αφορούσαν κυρίως στην εύτακτη αποχώρηση Αμερικανών και Αφγανών. Είναι σαφές ότι η απόφαση ήταν αμετάκλητη και καμία εναλλακτική δεν θα ήταν πολιτικά βιώσιμη στις ΗΠΑ.

-Εγκαταλείπουν οι ΗΠΑ τον ρόλο του «παγκόσμιου αστυνόμου» που έπαιζαν μέχρι σήμερα, ρίχνοντας το βάρος τους στο «Πρώτα η Αμερική»; Και αν ναι, ποιες είναι οι συνέπειες για τους συμμάχους της Ουάσινγκτον;

-Εδώ, θεωρώ, εντοπίζεται το μείζον στρατηγικό ζήτημα. Με τη ζωτικής σημασίας εξαίρεση της εξουδετέρωσης της ηγεσίας της Αλ Κάιντα και την απίσχναση της παγκόσμιας επιχειρησιακής της ικανότητας, μπορεί η αποτυχία των ΗΠΑ να οικοδομήσουν στο Αφγανιστάν πολιτικές δομές και δομές ασφάλειας που θα απέτρεπαν στο μέλλον την επικράτηση ριζοσπαστικών ισλαμικών κινημάτων να θεωρηθεί ενδεικτική του status και του ρόλου τους στον κόσμο; Η απάντηση νομίζω έχει δοθεί ήδη από το 2008 με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος οριοθέτησε αυτόν τον ρόλο σε αντίστιξη με τη νεοσυντηρητική κουλτούρα της περιόδου Μπους και τον επιβεβαίωσε με τη στάση των ΗΠΑ στον συριακό εμφύλιο, στην Αίγυπτο, στη συμφωνία με το Ιράν, στην προσέγγιση με το καθεστώς Κάστρο και φυσικά στην προσπάθεια συλλογικής διαχείρισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. 

Η εκλογή Τραμπ επιβεβαίωσε μια Αμερική που αυτοπεριορίζεται, αν και σε ριζικά διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο. Και βεβαίως δεν είναι μόνο αποτέλεσμα εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών. Είναι κυρίως προϊόν των αντισυσπειρώσεων που προκάλεσε η πολιτική των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου και της προεδρίας Τραμπ. Κίνα και Ρωσία φρόντισαν και κατάφεραν να αυξήσουν το κόστος για τον αμερικανικό ακτιβιστικό μονομερισμό, αλλά και στη συναλλακτική λογική του Τραμπ, ενώ η εμπιστοσύνη έγινε είδος εν ανεπαρκεία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η προεδρία Τραμπ δεν ευνόησε ούτε κατ’ ελάχιστον την αξιοπιστία των ΗΠΑ.

Αναζωπύρωση του κίνδυνου τρομοκρατίας

-Με ποιον τρόπο η κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν θα επηρεάσει άλλες ένοπλες, τρομοκρατικές ομάδες; Μέσα από το χάος του Αφγανιστάν θα δούμε να δημιουργούνται νέες τρομοκρατικές οργανώσεις ή να ανασυγκροτούνται παλαιότερες, όπως η Αλ Κάιντα;

-Η ερώτησή σας μπορεί να απαντηθεί σε τουλάχιστον δύο επίπεδα. Το πρώτο έχει να κάνει με την υπαρκτή απειλή της τρομοκρατίας. Μεγαλώνει ή όχι; Όπως και να το δει κάποιος, ο κίνδυνος αυξάνεται. Το διαγενεακό πρόβλημα της τζιχαδιστικής τρομοκρατίας δεν μπορεί παρά να οξύνεται με την επιλογή της πλήρους στρατιωτικής απεμπλοκής της Δύσης. Οι αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο χωρίς την παρουσία των αμερικανικών και άλλων δυτικών ενόπλων δυνάμεων στο έδαφος. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποχώρηση της Δύσης στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα σε άλλες περιοχές του πλανήτη όπου δραστηριοποιούνται ένοπλα φονταμενταλιστικά κινήματα. Ένα μήνυμα υπομονής και αντοχής απέναντι σε μία Δύση που δεν είναι ανίκητη.

Σε ένα δεύτερο μικρο-επίπεδο, αν και η Αλ Κάιντα έχει αποδυναμωθεί αισθητά από το 2001, η παρουσία της, έστω και περιορισμένη, είναι μια πραγματικότητα. Μια πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ περιγράφει ότι έχει παρουσία σε τουλάχιστον 15 αφγανικές επαρχίες και τα στελέχη της αριθμούν μερικές εκατοντάδες. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η διαμορφωθείσα κατάσταση είναι μια ευκαιρία για τη σταδιακή ανασυγκρότησή της. Όλα σχεδόν εξαρτώνται από τη στάση των Ταλιμπάν. Η συμφωνία της Ντόχα υποτίθεται ότι δεσμεύει τους Ταλιμπάν να μην επιτρέψουν σε τρομοκρατικές οργανώσεις να επιχειρούν από το Αφγανιστάν. 

Το παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους στο Αφγανιστάν απέδειξε ότι είναι ενεργό και ικανό να σχεδιάσει και να υλοποιήσει επιθέσεις εντός. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πληγεί στην ίδια κλίμακα η Δύση, αλλά οι γειτονικές χώρες δεν μπορεί να κοιμούνται ήσυχες. Ήδη υπάρχουν αναφορές για παρουσία ομάδων του IS-K στο Τατζικιστάν και γι’ αυτό ενισχύεται η ρωσική στρατιωτική παρουσία με τη μορφή ασκήσεων. Εδώ τα πράγματα είναι ίσως πιο ξεκάθαρα γιατί η αντιπαλότητα μεταξύ Ταλιμπάν και IS-K είναι δεδομένη και για κάποιους υπαρξιακή. Έτσι, δύσκολα θα δούμε συνεργασία μεταξύ των δύο η οποία θα σήμαινε ότι το Αφγανιστάν δεν θα ήταν απλώς ένα ισλαμικό αλλά ένα τζιχαντιστικό κράτος και αυτή είναι η επιδίωξη πολλών ριζοσπαστικών ισλαμικών ομάδων, οι οποίες βλέπουν την επικράτηση των Ταλιμπάν ως σημείο καμπής για την προοπτική τους.

-Τι πιστεύετε πως θα γίνει τώρα στο Αφγανιστάν; Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της χώρας;

-Δύσκολα μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος. Οι εξελίξεις καταδικάζουν εκ νέου μια τουλάχιστον γενιά Αφγανών να επιλέξουν να ζήσουν σε ένα μεσαιωνικό καθεστώς όπου κάθε προοπτική κοινωνικής προόδου απουσιάζει ή να προσπαθήσουν να αποδράσουν. Το Αφγανιστάν έχει έναν πληθυσμό περίπου 37 εκατομμυρίων και, όπως έχει αναφερθεί, το 46 τοις εκατόν αυτών είναι κάτω από 15 χρονών, χωρίς ζώσες μνήμες από τους Ταλιμπάν πριν το 2001. Οι συνθήκες που μεγάλωσαν, ιδιαίτερα σε αστικά κέντρα, είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που έχουν να αντιμετωπίσουν από εδώ και πέρα με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική προοπτική της χώρας.

-Πώς σχολιάζετε το γεγονός πως η Δύση είναι πολύ πιθανό να καταλήξει να διαπραγματεύεται και να συνδιαλέγεται με τους Ταλιμπάν, μια στυγνή, τρομοκρατική ομάδα;

-Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα διάλογο με ένα τέτοιο καθεστώς. Ποια θα μπορούσε να είναι η ατζέντα; Βεβαίως, όπως έδειξε και η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση του IS-K στο αεροδρόμιο, θα μπορούσε να υπάρξει μια συνεργασία για την αντιμετώπιση αυτών των ομάδων. Αυτή η συνεργασία θα ήταν δυνατόν να περιλάβει τους τομείς ανταλλαγής πληροφοριών και ίσως και κάποιες κοινές επιχειρήσεις. Αυτό πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται υπόγειες διαδρομές που διασυνδέουν στοιχεία των Ταλιμπάν με το ΙIS-K και την Αλ Κάιντα.