Χρίστος Χατζήπαπας: «Λύπη τις νύχτες», εκδόσεις Γκοβόστης, 2021. 

Ακόμη μια ποιητική συλλογή άρρηκτα δεμένη με τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Κύπρου έδωσε πρόσφατα στο αναγνωστικό κοινό ο καταξιωμένος συγγραφέας του τόπου μας Χρίστος Χατζήπαπας. Πρόκειται για τη συλλογή «Λύπη τις νύχτες», που είναι η τέταρτη στη σειρά, αφού έχουν προηγηθεί οι συλλογές: «Ενδοσκόπιο» 1969, «Εισαγωγή στην τραγωδία» 1979, και «Τα πηγάδια της ιστορίας» 2012.

Το νέο ποιητικό βιβλίο του Χρ.Χ. διακρίνεται από ένα λόγο έντονα κριτικό, χλευαστικό, σαρκαστικό, διαπομπευτικό για όλα τα δεινά που μαστίζουν την πατρίδα και το λαό μας. Πρόκειται για ποιητικό λόγο κρίσης και επίκρισης για τους κρατούντες, αλλά και όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων, αυτά που αποφασίζουν εν ονόματι του λαού, αλλά ερήμην του.

Ο Χρ.Χ. αποτελεί, εδώ και δεκαετίες, πρότυπο συγγραφέα – αφυπνιστή της συλλογικής συνείδησης των πολλών απλών ανθρώπων τούτου του τόπου. Και επιτυγχάνει αυτή τη στόχευση του σε μεγάλο βαθμό, τόσο στο πεζογραφικό, όσο και στο ποιητικό του έργο, τόσο στο ε/κ, όσο και στο τ/κ κοινό. Γιατί τα πλείστα έργα του έχουν μεταφραστεί και στα τουρκικά.  Και γιατί ο Χρ. Χ. δεν διαχωρίζει τον κυπριακό λαό σε Ε/κ και Τ/κ. Η συλλογή «Λύπη τις νύχτες» αποτελεί συνέχεια όλου του συναφούς έργου που έχει προηγηθεί. Είναι ακόμη ένας κρίκος στην αλυσίδα του οράματος που υπηρετεί ο συγγραφέας κοντά μισό αιώνα, του οράματος της ολικής, επανενωμένης Κύπρου, πατρίδας όλων των παιδιών της. 

 Στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής ο ποιητής αναπολεί εποχές που το μέλλον φάνταζε πιο φωτεινό για τον τόπο μας. Εποχές που μπορούσαμε βάσιμα να προσδοκούμε ένα καλύτερο αύριο για μας και τα παιδία μας. «Τότε χαμογελούσαμε ακόμη / το θυμάμαι / οι μυς του προσώπου / το επέτρεπαν / τα ψυχικά μας / κι η ιστορία / μας έκλεινε το μάτι πονηρά / αισιόδοξα / καμιά φορά» (σελ. 11). Γενικά όλη η συλλογή αναδίνει μια γεύση απαισιοδοξίας και πίκρας, μια γεύση απογοήτευσης.

Η πίκρα και η ειρωνεία του ποιητή διαπερνούν καθέτως, ως δίκοπο μαχαίρι, όλη τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου μας. Ο ψόγος του ευθύβολος και σκληρός, δεν κομπιάζει να πει πράγματα δυσάρεστα μα πέρα για πέρα αληθινά. «Της επηρμένης δόξας τους / δεν παραιτούνται / οι επιζήσαντες ήρωες… / …νικητές μιας ηττημένης χώρας». (σελ. 28)

Ωστόσο, ως την καλύτερη στιγμή του βιβλίου, το πιο βαθύ ποίημα της συλλογής, θεωρώ το ποίημα «Επιστροφή» (σελ. 12). Πρόκειται για ποίημα πολύ ωραίο, πολύ συγκινητικό και πολύ προσωπικό, το οποίο και αναφέρεται σε πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του ποιητή. Είναι ένα ποίημα που γράφτηκε για να στηρίξει ένα παιδί, αλλά στην ουσία αποτελεί ωδή στη γονική μέριμνα. Κι είναι γραμμένο με τόση μέριμνα, τόση στοργή και τόση τρυφερότητα.

Γενικά ο ποιητής δεν κιοτεύει μπροστά στην θλίψη. Την αντιμετωπίζει κατάματα. Στέκεται αντίκρυ της με θάρρος, με βαθιά επίγνωση των καταστροφικών, των συνθλιπτικών συνεπειών της. Αυτή η στάση, βέβαια, τον καθιστά πιο ενδοσκοπικό ποιητή. Έτσι, ειδικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα κλειδιά του γίνονται πιο δύσβατα, παραπέμπουν σε αμφισημίες και πολυσημίες. Ακόμη, ίσως και να είναι ενδεικτικά μιας θολούρας που επικρατεί στο κοινωνικοπολιτικό τοπίο, το οποίο περιβάλλει τον ποιητή και όλους μας.

Σ’ ένα ποίημα – αναφορά στο γενεαλογικό του δέντρο, ο Χρ. Χ. μιλά για το μακρινό πρόγονό του, Γιάννη Σταυρινό, αγωνιστή του 1821, που σύμφωνα με κάποια μαρτυρία είδε τους δολοφόνους του Καραϊσκάκη, οι οποίοι όμως δεν ήταν Τούρκοι αλλά Έλληνες. Ο ποιητής μιλά για τη μητέρα του, αναπαράγοντας τα λεγόμενα της και καταλήγει: « …μα εκείνη σαν μεράκλωνε / γύριζε ξανά στου Καραΐσκου / τα βρομόλογα / και στον παππού της τον Γιάννη / που είδε την αλήθεια / καταντίκρυ στον ήλιο». (σελ. 26) Παρά την εκτενή αφηγηματικότητά του, το ποίημα διατηρεί αισθητικό σφρίγος, χάρις στη συγκίνηση αλλά και την περηφάνια του ποιητή.

Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάμω και στα «βλάσφημα» ποιήματα του Χρ.Χ. με καλύτερο από αυτά το «Της κοιμήσεως». (σελ. 34) Πρόκειται για ένα τολμηρό ποίημα που αναφέρεται στα δεινά που βρήκαν την πατρίδα μας ανήμερα της Παναγιάς, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις: α) Τον βομβαρδισμό της Τυλληρίας από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη το 1964, β) τη ρίψη βόμβων ναπάλμ και πάλι από την Τουρκία το 1974 στον Πενταδάκτυλο και γ) τη δολοφονία του Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού 1996 στην Δερύνεια. Το ποίημα ορμάται από μια ημερολογιακή συγκυρία, αλλά απολήγει σ’ ένα δριμύ κατηγορώ κατά της θεογεννήτορος, γεμάτο σπαραγμό και ορμή.

Γενικά, ο ποιητής ειρωνεύεται, σαρκάζει, χλευάζει, ενίοτε και διαπομπεύει, όχι μόνο τους ανθρώπους και τα ανθρώπινα, αλλά και τους θεούς και τα θεία. Αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του θεού τω θεώ, όπως αυτός τα αντιλαμβάνεται, χωρίς να διστάζει, χωρίς να κομπιάζει και χωρίς να αμφιταλαντεύεται. Κατά την άποψή μου, αυτό συμβαίνει και στα ποιήματα «Συνάντηση με το Θεό» (σελ. 36), «Εν αρχή ην ο λόγος» (σελ. 38) και «Θεία φάτνη» (σελ. 39).

Ολοκληρώνω αυτή την παρουσίαση μ’ ένα ποιητολογικό ποίημα άκρως εκφραστικό για την ποιητική του Χρ.Χ. και το ποιητικό του credo. Ο Χρ.Χ. θέλει την ποίηση πρωτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα δηκτική, δηλαδή να δαγκώνει, να έχει δόντια. Εξ ου και η μεταφορά: «Σε ενυδρεία οι στίχοι τους / κτυπιούνται σαν ψαράκια… /…δεν έχει επέλθει δα της ιστορίας το τέλος / να γίνουν στίχοι καρχαρίες / να γράψουνε με δόντια / ό,τι έχουν να πουν. / Έξω απ’ τα δόντια… / Αλλά πού / Το γυαλί, το γυαλί…» (σελ. 48).

[email protected]