Οι προοπτικές των νέων εργαζομένων δεν συμβαδίζουν συνήθως με τα πτυχία, μα με την ορμή και τη διαθεσιμότητά τους.

Ήθελα να περάσουν λίγες μέρες για να γράψω για τον Σάββα Πούμπουρα και αυτό που είχε αναφέρει σε μια ανάρτησή του με αφορμή τις «Ημέρες Καριέρας» για την «απλήρωτη εργασία» – αν χρειαστεί-, που αφορούσε στους νέους, όσους ξεκινούν τώρα να εργάζονται, όσοι είναι είκοσι ετών, όσοι απελπισμένοι καδρώνουν πτυχία και διπλώματα αλλά τρέφονται με βρεγμένα παξιμάδια και λιωμένες ντομάτες σε ένα νοικιαζόμενο μονάρι.

Ο Σάββας είχε τοποθετήσει τότε στη σωστή του βάση το ζήτημα της «εργασίας των νέων» διακρίνοντας -χωρίς να ονομάζει- τη σημερινή εποχή και τις ανάγκες της από άλλες νοοτροπίες που, πολλές φορές, έφταναν στην υπερβολή θεωριών άλλου είδους καθεστώτων για να διεκδικηθούν τα αυτονόητα: Για να επιβιώσεις το 2021 στην αχανή αγορά εργασίας, όπου όλα μετριούνται με την απόδοση και όχι με την πρόθεση, δεν αρκούν τα «δικαιώματα» και οι «καλύτερες των προθέσεων»· υπερέχει, μακροπρόθεσμα, η υπέρβαση και η ευελιξία που διαθέτεις δουλεύοντας χωρίς να μετράς απ’ το «καλημέρα» τα ευρώ, τις άδειες, τις ημέρες ρεπό – αλλιώς, δεν φτάνεις στις κορυφές που, ίσως, μέσα σου, να επιθυμείς, εκτός κι αν είσαι «γόνος». 

«Κάποιος που είναι τρομακτικά απελπισμένος και δεν έχει δουλειά τους τελευταίους 4, 5, 6, 7, 8, 10 μήνες, αυτός ο φίλος που έχει τόσο καιρό άνεργος δεν είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να βρει εργασία. Τα πάντα. Δεν είναι κανένας διατεθειμένος να κάνει ό,τι χρειάζεται. Και αυτό σημαίνει κάποιος να δουλέψει και δωρεάν. Να δουλέψει χωρίς μισθό σε μια εταιρία. Όλοι νομίζουν ότι θα τους “εκμεταλλευτεί” ο επαγγελματίας, ότι “θα με παίρνουν για δωρεάν εργασία και μετά θα με ξεζουμίσουν και θα φύγω”. Μην κοιτάτε αυτό. Κοιτάξτε τι θα αποκομίσετε από την τριβή με την εργασία. Από τον κύκλο που θα διευρύνετε, να δείτε πώς δουλεύει μία εταιρία, από τις γνωριμίες που θα κάνετε και από εκείνες τις γνωριμίες μπορεί να βρεθεί μία άλλη ευκαιρία. Και, τελικά, τι είναι προτιμότερο; Να κάθεσαι σπίτι και να τα περιμένεις ουρανοκατέβατα, τα λεφτά ή την προσφορά για εργασία ή αφού δεν κάνεις τίποτα που δεν κάνεις να πηγαίνεις να δουλεύεις κάπου και ας μην παίρνεις μία;», είπε ο παρουσιαστής.

Θυμήθηκα χθες, λοιπόν, αυτά που ανέφερε ο Σάββας στην ανάρτησή του. Όταν δύο παιδιά, είκοσι πέντε χρόνων, με μηδενική εμπειρία εργασίας και με βασικό προσφερόμενο μισθό γύρω στα 700 ευρώ, με ρώτησαν -στην τρίτη μας πρόταση- για «ωράριο» και «σαββατοκύριακα» σε μια δουλειά που τους προσφέρθηκε. Ρώτησα τι σήμαινε γι’ αυτούς το «ωράριο» κι αν θα ‘ταν καλύτερα να απευθύνονταν στον δημόσιο τομέα όπου τα πράγματα λειτουργούν αλλιώς. Και ρώτησα αυτά τα παιδιά, τα πτυχιούχα και αιθεροβάμονα, αν τα 700 ευρώ και η εργασία χωρίς ωράριο «αναλόγως με τις ανάγκες της δουλειάς και χωρίς να γίνονται παράλογα τα πράγματα» είναι ανελευθερία, μιζέρια και στέρηση προσωπικής ανεξαρτησίας, αν μη γνωρίζοντας πως στις πέντε η ώρα το απόγευμα θα πάνε στο σπίτι τους είναι «καταπάτηση» στοιχειωδών δικαιωμάτων «πάλης και αγώνων των πατέρων μας» και αφορμή κλήσης συντεχνιών.

Το ένα παιδί μου μίλησε για δουλεία, για «διεκδικήσεις», πως δεν μορφώθηκε για να δουλεύει και Κυριακές αν χρειαζόταν, πως «οι συμφωνίες είναι συμφωνίες, δεν έβγαζα τα μάτια μου στο πανεπιστήμιο για να με εκμεταλλεύεται ο καθένας». Μου είπε και άλλα πολλά -με έστησε στον τοίχο, λες και είχε αποστηθίσει το «Κόκκινο βιβλίο»- που τα άκουγα, ωστόσο, με χαμόγελο συγκατάβασης. Και κατανόησης, «λόγω του νεαρού και άγουρου».

Ψέλλισα ένα «χωρίς θυσία κι αγάπη, τίποτα δεν κερδίζεται, κι αν πραγματικά σ’ αρέσει η δημοσιογραφία θα πρέπει να είσαι αλέρτ συνεχώς χωρίς “νόμιμα” ρεπό απαιτώντας», αλλά είχα ήδη δεχτεί φάσκελα απαξίωσης ως «στυγνός καπιταλιστής». Προφανώς, δεν ήξεραν τι τους περίμενε σ’ αυτό τον κόσμο με «προοπτικές» που έμαθαν στα θρανία, και πόσες «γνωριμίες» θα έπρεπε να τους «σώσουν» με αυτά τα μυαλά – κατατάσσοντας τους στις αιώνιες μετριότητες βεβαίως, στους νικημένους από τον κομπασμό τους. 

Κι έτσι, διαβάζοντας τις δεκάδες επιθέσεις στον Σάββα, του έστειλα ένα μήνυμα συγκατάβασης για ό,τι συνέβαινε στις ορδές της λασπολογίας που δέχτηκε -και επί προσωπικού, εκχυδαΐζοντας το διάλογο- που «τόλμησε» να αγγίξει τα θέσφατα, και του υπενθύμισα το «iCon» του Steve Jobs, την αφήγηση της προσωπικής ιστορίας του μεγιστάνα, που δεν μέτρησε χρόνους και χρήματα μα προοπτικές – τα όνειρά του «κοστολόγησε», που δεν είχαν «τιμή». Που κοιμόταν στο πάτωμα ενός φίλου, αλλά κάθε Κυριακή συνέχιζε να ξυπνάει νωρίς και να εργάζεται στα ψηφιακά του όνειρα. Κι ήξερα ήδη γι’ αυτά τα δύο εικοσάχρονα παιδιά -δυστυχώς, κανόνας στην Κύπρο- που με ρώτησαν στην αρχή τους για «ωράρια» και «άδειες», αν θα κάνουν τα πτυχία τους κορνίζα και πίκρα παντοτινής «αδικίας του συστήματος» ή αν θα γίνουν η μικρή αρχή για τον μεγάλο προσωπικό τους θρίαμβο. 

[email protected]

Φιλελεύθερα, 13.6.2021.