Του Charles Grant

Πέντε χρόνια έχουν περάσει από όταν οι Βρετανοί ψήφισαν 52%-48% να αποχωρήσουν από την ΕΕ. Έκτοτε το CER έχει εκδώσει 174 άρθρα -μεγάλα και μικρά- για το Brexit. Κοιτώντας πίσω, έχουμε ένα καλό ιστορικό του να βλέπουμε τα πράγματα σωστά.

Από την αρχή προβλέψαμε μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου σαν αυτή του Καναδά (FTA), παρά μια πιο στενή οικονομική σχέση. Και ήμασταν πάντα αισιόδοξοι ότι οι συμφωνίες θα γινόταν, τόσο σε σχέση με τη Συμφωνία Αποχώρησης όσο και με την επακόλουθη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας.

Το 2017, έγραψα ένα άρθρο με 10 προβλέψεις για τις διαπραγματεύσεις του Brexit. Όλες αποδείχθηκαν σωστές, με μερική εξαίρεση ό,τι έγραψα για τα ιρλανδικά σύνορα.

Είχα δίκιο ότι θα αποδεικνυόταν το πιο δύσκολο θέμα προς επίλυση -αλλά απέτυχαν να προβλέψω τα σύνορα στην Ιρλανδική Θάλασσα που έχει δημιουργήσει το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι μια Συντηρητική κυβέρνηση θα απαιτούσε από τους υπέρμαχους της ΕΕ να “καταπιούν” ένα τόσο δυσάρεστο φάρμακο.

Αλλά αυτό που ίσως υποτιμήσαμε είναι πόσο γρήγορα -αφότου υπεγράφησαν οι νέες συνθήκες- θα χαλούσαν οι σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ.

Υπάρχει αυτή τη στιγμή σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης και στις δύο πλευρές. Πολλές από τις δυσκολίες προκύπτουν από την υπεροπτική στάση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασίλειου απέναντι στις συνθήκες που έχει υπογράψει με την ΕΕ.

Αλλά παρότι το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε ένα δύσκολο μοντέλο του Brexit -μια FTA τύπου Καναδά- η ΕΕ διασφάλισε ότι οι λεπτομέρειες της συμφωνίας έχουν καταστήσει το Brexit περισσότερο άβολο για τους Βρετανούς από ό,τι θα έπρεπε.

Αυτό οφείλεται εν μέρει στην άποψη που γίνεται κατανοητή, και την οποία υποστηρίζει έντονα η Γαλλία, ότι το Brexit έπρεπε να φαίνεται ότι είναι σκληρό, για να αποθαρρύνει άλλους.

Αλλά πάνω από όλα, η σκληρή γραμμή της ΕΕ οφείλεται στην έντονη επιθυμία να προστατεύσει την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς της από το ενδεχόμενο ενός αθέμιτου βρετανικού ανταγωνισμού.

Αν και αυτή η στάση δεν ήταν καθόλου παράλογη, η ΕΕ ίσως ήταν πιο αυστηρή από ό,τι θα χρειαζόταν να είναι. Μια αποδυναμωμένη από το Brexit οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν είναι μια μεγάλη απειλή για την ΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποδειχθεί έντονα ανταγωνιστικό σε ορισμένους τομείς, τότε όλα καλά. Η ΕΕ θα πρέπει να καλωσορίσει έναν ανταγωνιστικό γείτονα στο κατώφλι της, για να βελτιώσει τις δικές της επιδόσεις.

Βραχυπρόθεσμα, η προτεραιότητα πρέπει να είναι η επίτευξη μιας συμφωνίας για το πώς θα εφαρμοστεί το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας.

Το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να αποδείξει ότι παίρνει στα σοβαρά την εφαρμογή των απαραίτητων ελέγχων σε αγαθά που διασχίζουν την ιρλανδική θάλασσα. Η ΕΕ πρέπει να ερμηνεύσει αυτό το έγγραφο με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία.

Μόλις επιβεβαιωθεί το πρωτόκολλο, η ΕΕ είναι πιθανό να γίνει πιο διευκολυντική σε σειρά άλλων θεμάτων, όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και οι κανόνες που διέπουν τις διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας, όπου το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται την καλή θέληση της ΕΕ.

Μακροπρόθεσμα μπορούμε να ελπίζουμε σε μια πιο στενή σχέση Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ. Οι μελλοντικές κυβερνήσεις -είτε Συντηρητικές είτε Εργατικές- είναι απίθανο να ακολουθήσουν την ακραία τωρινή θέση, η οποία δίνει προτεραιότητα καταφανώς στην εθνική κυριαρχία έναντι των οικονομικών οφελών της διατήρησης δεσμών

Οι μελλοντικές κυβερνήσεις είναι πιο πιθανό να ακούσουν τη φωνή των επιχειρήσεων και να εξετάσουν το ενδεχόμενο στενής συνεργασίας με την ΕΕ για την εξωτερική και αμυντική πολιτική, ώστε να μεγιστοποιηθεί η δυτική ενότητα εν όψει εχθρικών απειλών.

Παραμένει άποψη μου ότι μακροπρόθεσμα το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ θα σχηματίσουν μια πιο στενή οικονομική σχέση και σχέση ασφάλειας, διότι είναι προς το συμφέρον και των δύο.

Πηγή: Capital.gr